Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

ΜΑΝΙΣ

                  ΜΑΝΗ
( Είναι  μια παράξενη ερημιά
 
       που όμως λάμπει)

Να φύγεις θέλεις, από τούτη τη μισομανιάτικη πόλη πόλη της Καλαμάτας. Να φύγεις θέλεις!, και να τραβήξεις πέρα προς την "ΑγιάΣω", να περάσεις "το πάτημα του Θεού", που λένε οι γερόντοι, τη "πόρτα της Μάνης",  να διασχίσεις τη ΄Αβια, οδεύοντας προς τις "Κιτριές", και ακόμα πιο πέρα, μπαίνοντας στην “έξω Μάνη”, ώστε να χαθεί απ’ τα μάτια σου το «Καλάθι», με το πέτρινο σώμα του, πληγιασμένο, απ’ το μπετό και την αυθάδεια των κρετίνων.
Να φύγεις θέλεις, πέρα μακριά, να πάψουν ν’ ακούγονται οι φωνές των γραικύλων, να χαθούν οι εικόνες των σκουπιδιών έξω απ’ τα σχολεία, και να εύχεσαι να μη κόψει τίποτα το φευγιό σου, ούτε ο στίχος του ποιητή που να σε πλανέψει θέλει  άδοντας:
"Μόνο καρτέρα μια στιγμή
να ανθίσει ο πικραπήγανος
να λουλουδίσει ο φλόμος"

Να φύγεις θέλεις !  να φτάσεις μέχρι κει πέρα, στο μεγάλο τοπίο, όλο ελιές μικρές, αγκάθες, κοτρώνες και ίσως το «φλόμο» να βρεις ανθισμένο, να μπει, η εικόνα του, στα μάτια σου μέσα, να τα γλυκάνει, γιατί ο πικραπήγανος πάει πια, δεν τον γνωρίζεις, δεν τον κράτησε κανείς να σου δείξει, ξεχάστηκε…
Να φύγεις θέλεις, να πας προς τα κει, που αμόλευτα μένουν ακόμα τα χώματα, σε κείνο το παράξενο τόπο, που μένει να κορδώνεται μέσα στον ήλιο, πάνω στη θάλασσα και τους βράχους, αγκαλιαστά με το γιο του Διός, το «Μάνη», μήπως προλάβεις, να σκαλίσεις τα χώματα και τους βράχους, να βρεις σημάδια από τις αρχαίες πόλεις, τα περάσματα των Δωριέων, τους μισθοφόρους του Μέζαπο,  και ίσως, πάνω στη «Mανή γη», διακρίνεις τα σημάδια που αφήσανε, πάνω στον ήλιο και τον άνεμο, τα μαύρα τσεμπέρια των γυναικών, που σημαίες  κάνανε οι ατομικοί πολεμιστές, από τις αναρχούμενες κοινότητες της Μάνης,  όταν η «Μάνις» θέριευε τις ψυχές τους.
Να φύγεις θέλεις! να βρεις κόκκινα χαϊμαλιά κουρσάρων και πειρατών, ξεχασμένα  στις « μαγόνες»,  κάτω απ’ τη θάλασσα, να ακούσεις τη φωνή κείνου του βλάσφημου,  αλαφροΐσκιωτου, γεροπαράξενου και  «λεπτοπρόσωπου», σατυρικού ποιητή μοναδικού λαογράφου και ιστορικού της της Μάνης, Νηφάκου, να  ονοματίζει τους τόπους και τα πράγματα, «βρίζοντας» τους που κατοικούν εκεί
« όντες Μανιώτες αληθώς, όντες και μανιωμένοι,
αρκούδες, λύκοι, λέοντες , θήρες αγριωμένοι
»

Να φύγεις θέλεις!  και κάπου, φτάνοντας προς τη Σκαρδαμούλα, κάτω στη «καλογριά», στα γλυκά νερά του «Πρίτζιπα», που ποτάμι ξεχύνεται μέσα στη θάλασσα, μέχρι κει πέρα στο  «καραβοστάσι»,  να σταθείς λίγο, να ‘μερέψεις, κοιτώντας τη θάλασσα, μη τύχει και διακρίνεις τη βυθισμένη τριήρη, που λεγε, ο Νικόλας, ο ψαράς, και γαληνέψει ο νους σου, και αντρειέψεις, ακουμπώντας, πάνω στα πέτρινα κορμιά της Μάνης.
Πορεία να κάνεις, στο χρόνο, στο τόπο, στη μνήμη, στη βούληση του απέραντου «του νυν και αεί και ατέλειωτου».Ν’ ακουμπήσεις τη ψυχή της Μάνης και των ανθρώπων της, . 
Δημήτριος Ν Ζέρβας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου