Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ



Ο Προμηθέας

Εν αρχή ην ο λόγος και είναι σάρκα, ανθρώπινο χνώτο, ποδαρίλα, και παραξενιές ενός γένους όλο στοχαστές και φιλοσόφους, μισθοφόρους, ποιητές, σοφιστές και ρήτορες. Ο Ομηρικός λόγος, που εγένετο «ιαχή τε φόβος τε», ενός γένους  που «έτερπε λόγοις».
Ο λόγος του Νέστορα και του κουρσάρου Οδυσσέα που ήξερε «λόγοισι θέλγει», και όλο ξεχνιότανε αγκαλιά με τη Κίρκη και άλλες παστρικές, αφηγούμενος τα παραμύθια του τ’ ατέλειωτα, κι’ όλο χανότανε μέσα στη θάλασσα και στα νησιά, σε δρόμους που δεν γυρίζανε πίσω.
Δεν γυρίζανε πίσω, σ΄ αυτό το ξεσκισμένο τόπο, σε αυτή τη γενέθλια δυστυχία, που λέει ο ποιητής. Εδώ που γεννήθηκε πρώτα η εξέγερση και η ελευθερία  του λόγου και μετά όλα τ’ άλλα. Εδώ σε τούτο το τόπο, με  τα παραμύθια του τ’ αλλόκοτα και ονειρικά, που μπερδέψανε το κόσμο όλο, με τρελές ιδέες, και δαιμόνια αναρχικά σπείρανε στις συνειδήσεις, να χάνονται όλοι σε συλλογισμούς  ατέλειωτους.
 Όπως γινότανε με το παραμύθι του Προμηθέα. Το πανανθρώπινο  αυτό  παραμύθι, που 'λεγε για κείνον το περίεργο τυχοδιώκτη, θεό ή ημίθεο, που  όταν τα βαρέθηκε όλα, και τους θεούς που κάνανε παρέα μαζί του  και το νέκταρ και τα λοιπά, βούτηξε τη φωτιά, έτσι για τη πλάκα του, την έφερε στους ανθρώπους, να κάθεται μετά να τους βλέπει, να τον βλαστημάνε, για  τη φωτιά που τους έφερε και τη τύχη τους τη μαύρη και κείνος να χασκογελάει πίνοντας ούζα και βλέποντας την ανοιχτή γαλάζια θάλασσα.
Και λένε, βέβαια, ότι τη πλήρωσε την αποκοτιά του ο Προμηθέας γιατί τον τιμώρησε ο Δίας που είχε τη δύναμη και εξουσία.  Αλλά δε σταμάταγε εκεί το παραμύθι και αυτό ήτανε το παράξενο, η συνέχεια, με τις μαύρες σκέψεις που φερνε και γέναγε αναρχικούς, τυχοδιώκτες και ρέμπελους. Γιατί λέγανε, τάχατες,  πώς ο  Ήφαιστος πήρε την εντολή, από το Δία, να καρφώσει το Προμηθέα στο Καύκασο, αλλά δεν το έκανε  ο ίδιος γιατί δεν τόθελε ή δεν μπορούσε, γι’ αυτό φώναξε δύο σκυλιά  ανήμερα και κάνανε το κακούργημα ο Κράτος και η τυφλή Βία. 
Και εκεί ήτανε που μπερδευότανε το παραμύθι, κι’ ανακάτευε τα μυαλά μικρών και μεγάλων και μπαίνανε μέσα τους δαιμόνια κακά και αντιρρήσεις, ιδέες αναρχικές, και άντε μετά να τους μαζέψεις, να φέρεις λογική  και συμπάθεια.
Γιατί όλοι οι ξενύχτηδες και ονειροπαρμένοι, δίπλα στο Προμηθέα βάζανε τον εαυτό τους και βρίζανε, σα χαμάληδες, τους σταυρωτές ρίχνοντας πέτρες ξηλώνοντας τα  πεζοδρόμια και άμα λάχαινε τραβάγανε και καμιά «μολότωφ» ξεγυρισμένη να βάλουνε φωτιά να τους κάψουνε .
Γι’ αυτό, όλο ανακατωσούρες ήτανε το Γένος, και σαν  λάχαινε να ρωτήσουν οι άρχοντες,  με ποιόν ήσουνα, να πάρεις δηλαδή θέση στο παραμύθι, άντε  μετά  ν’ απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί όλο τον Προμηθέα σκεφτόσουνα, κι’ αρχίζανε  τότε τα δύσκολα, μπερδευόσουνα, και μπορεί να σε κάνανε και λιώμα στο ξύλο να το θυμάσαι.
Από τότε δηλαδή, με κείνο το παραμύθι του Προμηθέα, στραβώσανε τα πράγματα, το μυαλό και η σκέψη, αφού όλα στραβά και ανάποδα γινόντουσαν, τίποτα καλό και ίσο δεν έμενε, και όλοι εξ’ αρχής επικίνδυνοι και ένοχοι ήτανε, μη σκεφτούνε και πάνε με τη μεριά του καιροσκόπου  ημίθεου και τους πιάσει παλαβομάρα.
Έτσι, με τέτοιου είδους παραξενιές ανάσαινε το Γένος, γι’ αυτό μετά πήγανε να διορθώσουνε το παραμύθι, που δεν ξεχνιότανε εύκολα και είπανε πάλι, λάθος ήτανε, μη το παρακάνουμε,  αυτά είναι ακραία πράγματα. Γι’ αυτό ξαναγράψανε στο παραμύθι πως, ναι καλά μεν ο Προμηθέας και η φωτιά που έφερε στους ανθρώπους, όμως ο Δίας ήτανε που τους έκανε το μεγαλύτερο δώρο, γιατί τους δίδαξε το «αιδώς τε και δίκη» που πάνω του στηριχτήκανε και φτιάξανε κοινωνία οι άνθρωποι.
Μετά πάλι, ήρθε και κείνος ο  φιλόσοφος  Αριστοτέλης να μπαλώσει τα πράγματα και δίδαξε ότι ναι, έτσι ήτανε  το  παραμύθι,  αλλ’  όμως «έστι δη τρία μόρια πολιτειών πασών… εν μεν το βουλόμενον περί των κοινών, δεύτερον δε το περί τας αρχάς…τρίτον δε το δικάζον».  Αυτά έλεγε, έγραφε και δίδασκε ο φιλόσοφος, να τα μάθουνε όλοι. Και επειδή δεν έφτανε κι’ αυτό, έσπειρε και κάτι άλλες ιδέες τρελές, όπως, «ίσοι πάντες την φύσιν»  και «νόμος ίσος τοις πολίταις»,  και για να μη  παίρνουνε και πολύ θάρρος, οι μπόσικοι, με αυτές τις κουτουράδες, πήγε να ισώσει τα πράγματα  διδάσκοντας  ότι  «Το δίκαιον και το κατ’ αναλογίαν ίσον»  και κάτι άλλα ξεγυρισμένα, όπως  « δοκεί ίσον το δίκαιον είναι, και εστίν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις ίσοις` και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ εστίν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις ανίσοις».
Αλλά τίποτα δεν γινότανε και όλο στραβώνανε τα πράγματα και άντε μετά να τα μαζέψεις. Γιατί κάτι άλλοι φωνακλάδες, σοφιστές οι περισσότεροι, μπερδεύανε χειρότερα τους ανθρώπους  διδάσκοντας, πως δίκαιο δεν είναι αυτό που ορίζει ο νόμος, αλλά αυτό που ορίζεται από τη φύση, και ότι ο νόμος είναι αντίθετος προς τη φύση και ότι είναι τεχνικό δημιούργημα που έγινε με κοινή συνθήκη και συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Μάλιστα ο Θρασύμαχος, σοφιστής κι’ αυτός, κήρυξε και κάτι άλλα αναρχικά και περίεργα,  λέγοντας, ότι οι άρχοντες στις διάφορες πόλεις κάνουν νόμους που τους συμφέρουν, και στη μεν δημοκρατία κάνουν δημοκρατικούς νόμους, στη τυραννία τυραννικούς και στα άλλα πολιτεύματα, κάθε φορά, νόμους ανάλογα με τα μούτρα τους. Και ότι αφού κάνουν τους νόμους τους, μετά  λένε στους υπηκόους τους,  ότι αυτό είναι το δίκαιο, δηλαδή το δικό τους συμφέρον. Γι’ αυτό όποιον παραβαίνει το νόμο τον τιμωρούν, γιατί δήθεν αυτός είναι ο παράνομος και ο άδικος, έτσι που να καταντάει το δίκαιο και το νόμιμο να είναι το της                   «καθεστηκυίας αρχής συμφέρον»
Δύσκολα πράγματα δηλαδή, γι’ αυτό ό, τι και να λέγανε, τα τζιμάνια οι φιλόσοφοι, δεν μπορούσανε να σβήσουνε το παραμύθι, που δεν ξεχνιότανε, και  βριζόντουσαν αναμεταξύ τους οι ρέμπελοι και φωνακλάδες, μέσα στην αγορά, στα καφενεία και στις συνελεύσεις,  και χασκογελάγανε, ο ένας με τις ιδέες του άλλου, και καταντήσανε όλοι μαζί να συζητάνε, να τσακώνονται, να βγάζουνε λόγους, να γράφουνε ποιήματα και πολιτικές διαμαρτυρίες και ψηφίσματα, και απέραντες συζητήσεις να κάνουνε για να πάρουν αποφάσεις, γι’  αυτό και δεν φτιάξανε ποτέ κράτος, αλλά μένανε μέσα στις πόλεις τους, που ολάκερες, η κάθε μια χωριστά,  μια ανοιχτή συνέλευση ήταν.
 Μια ανοιχτή συνέλευση που κάθε  ανεπρόκοπος, αντί να πάει να δουλέψει να βγάλει μεροκάματο, έβγαινε με τις ώρες να μιλάει και να βρίζει, να λέει τη γνώμη του φωναχτά, να ψηφίζει, να μαλώνει, να τσακώνεται  και να θέλει,  με τη πειθώ και τις ψήφους, να βγάζει εξουσίες και σχήματα.
Ακόμα και αυτό το ιερό σχήμα της δικαιοσύνης, δικό τους το θέλανε, οι χασομέρηδες, και πήραν το από τους θεούς και τους αρχόντους  και τόφεραν στις  συνελεύσεις μέσα,  να  γίνεται έργο, σάτιρα, αποδοκιμασία και ύβρις από τους  λαϊκούς και τους άσχετους.
Δημήτριος Ν Ζέρβας