Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Ο δήμος Κυπαρισσίας, συνεστήθη με το Β. Δ. 9‑4‑1835, και είναι o πρώτος Δήμος του Νομού Μεσσηνίας. Η Κυπαρισσία ήταν τότε πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, και Δήμαρχος έχει διοριστεί o παλιός «Φιλικός» και αξιωματικός τoυ Αγώνα Ανδρέας Ζαδές.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

ΠΟΡΤΟΝ ΚΥΤΡΙΑΙΣ


ΚΟΝΙΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
19ον


ΚΙΤΡΙΕΣ, ΚΥΤΡΙΑΙΣ, ΚΥΤΡΙΕΣ 

ΠΟΡΤΟ ΚΙΤΡΙΕΣ 
ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ  


του Δημητρίου Ν Ζέρβα.

«Δεν είδα παρά μια φωλιά πειρατών,
υποταγμένη, μας είπαν,
στον καπετάν Κωνσταντίνο,
αδελφό του Πετρόμπεη..».
(Jean Bory de Saint-Vincent),

Κυτριαίς[1], ένα παλιό, μανιάτικο, πειρατικό λημέρι και ήμερο στα νεώτερα χρόνια, για τους χειμώνες, αγκυροβόλιο, κρυμμένο κάτω από τα βουνά του καλαθίου όρους και των λόφων που φτιάχνουν το ακρωτήρι της Κεφαλής[2] ή Κάβo‑ Κoύρτσα, που λένε οι άλλοι,  όπου τρέχανε τα πλοία να κουρνιάσουν, όταν ο μεσσηνιακός κόλπος αμόλαγε τις άγριες σοροκάδες[3] του, φοβερίζοντας τους ναυτικούς και τα πλεούμενα.
Έδρα μπέηδων, πόρτα των Βενετών στη Μάνη μέσα, πέρασμα Φιλικών, ορμητήριο πειρατών και στρατηγείο καπεταναίων της Μάνης με 1200 πολεμικούς, λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821.
Εκεί ο Αναγνωσταράς στις 20 Αυγούστου 1818, με εντολή  του Υψηλάντη, αναφορά έφτιαξε προς τη Φιλική Εταιρεία καταγράφοντας τις ένοπλες δυνάμεις των Μανιατών, μαζί με τους καπεταναίους κάθε περιοχής, προσδιορίζοντας συνολικά τov αριθμό τους σε 7.750 «στρατιώτες» από τους οποίους 3.000 ατομικοί  πολεμιστές από «δεύτερα σπίτια» που βγαίνανε  στις μάχες χωρίς αρχηγό.

 « Καταγραφή  των επαρχιών  της Σπάρτης και των εξουσιαστών αυτής. Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης αρχηγός.
  Επαρχία                                 Καπετανέοι                           στρατιώται
  Σταυροπήγιο - Αρμυρό             Γεωργάκης Χριστoδoυλάκης    500
  Πόρτo Κυτριαίς                       Θεoδ/κης Κoυμoυvδoυράκης     500
  Εις το αυτό πόρτov                  Π. Μoύρτζιvoς                           700
  Ανδρούβιτσα‑ Σκαρδαμούλα  Αλέξανδρος Κιτριvιάρης             300
Μεγάλη Καστάνια                   Κωνσταντής Δουράκης                400
  ......................                    ...............................                        ..........
Και δεύτερα σπίτια που εβγαίvoυv  χωρίς αρχηγόv                   3.000
Ολότης                                                                                  7.750. »[4].  

                        
Εκεί στις Κυτριαίς τη 1η Οκτωβρίου 1819,  υπόγραψαν συνθήκη, με τρομερό όρκο της ορθόδοξης πίστης,  «οι δυνατότερες και αξιότερες οικογένειες της Σπάρτης». Δηλαδή οι  Μαυρομιχάληδες, Γρηγοριάνοι και Τρουπάκηδες  και υποσχέθηκαν ότι στο εξής θα βασιλεύει ανάμεσά τους «μία ψυχή, μία σύμπνοια, μία θέληση» και δεν θ’ αφήσουν ποτέ κανένα εμπόδιο  να διαταράξει και αδυνατίσει αυτό το δεσμό τους  που αποβλέπει  στη «κοινή της πατρίδος ωφελείαν», και σκοπό έχει στο να είναι έτοιμοι να πράξουν όλα όσα  θα τους πρόσταζαν  «οι ανώτεροι και έγκριτοι του γένους μας δια το γενικόν συμφέρον της πατρίδος μας `Ελλάδος, ωσάν όπου είμεθα υπόχρεοι και εν ταυτώ ορκωμένοι να χύσωμεν και την υστερινήν ρανίδα του αίματός μας οπόταν ή χρεία το καλέσει», και ότι «υποπτευόμενοι εις την μικρότητα του νοός μερικών και εις τα ξεχωριστά πάθη όπου τούς κυριεύουν και κατασύρουν, διά τούτο έκρίναμεν συμφέρον και αναγκαίον διά την ασφάλειαν και δόξαν της πατρίδος μας και διά την έκπλήρωσιν του χρέους μας και αυτοπροαιρέτου όρκου προς την γενικήν πατρίδα μας και μητέρα ημών `Ελλάδα να κάμωμεν την παρούσαν ξεχωριστήν καί αδιαίρετον όμοψυχίαν τών τριών ημών οικογενειών διά χαλινόν καί παιδείαν των ενδεχομένων συμβεβηκότων», και  «Όθεν εν ενί στόματι και μια ψυχή και σύμπνοια και άδιαιρέτω δεσμώ υποσχόμεθα να φυλάξωμεν τας ρηθείσας συμφωνίας ανελλιπείς και απαρασαλεύτους. 'Εάν δε τινάς εξ ημών (το όποϊον δεν πιστεύομεν ποτέ!) ήθελε φθάσει εις τον βαθμόν παρανομίας και ασέβειας και ασέβειας, να φανή επίορκος και παραβάτης των τοιούτων ωφελίμων πράξεων της πατρίδος μας, έκείνον τον παραδίδομεν πρώτον εις χείρας Θεού ζώντος, δεύτερον δε εις τας αράς της εδικής μας πατρίδος, τρίτον εις τούς δικαιοτάτους και απροσωπολήπτους νόμους της γενικής ημών πατρίδος `Ελλάδος . Το δε όνομα της οικογενείας του ν άμένη αιωνίως άτιμον, υβρισμένον, μισητόν από όλην την  πατρίδα και το γένος…. Κυτριαίς α΄ Οκτωβρίου 1819» και υπογράφουν: «Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βεβαιώνω τα άνωθεν, Πρώην Αντωνόμπεης Γρηγοράκης επιβεβαιώ, Καπετάν Παναγιώτης Τρουπάκης με τον υιόν μου και τους εδικούς μου βεβαιώνω τα άνωθεν Καβαλιέρ Δημήτριος Γρηγοράκης βεβαιώνω τα άνωθεν , Μπας καπετάν Τσιγκούριος Γρηγοράκης βεβαιώνω με τα αδέλφια νου τα άνωθεν»[5].
Εκεί στις Κιτριαίς, Μανιάτες και Μοραΐτες πολεμικοί και άλλοι συνωμότες της Φιλικής Εταιρείας μαζευτήκανε στις 23 Μαρτίου 1821 και «γενομένης πανοικεί συνελεύσεως»[6]  συμφώνησαν τα πολεμικά της Επανάστασης και τη κατάληψη της Καλαμάτας.
Από τις Κυτριαίς ξεκίνησαν στις 23 Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας, με το Κολοκοτρώνη το Πετρόμπεη, το Μούρτζινο και  όσους πολεμικούς είχε καθένας μαζί του, και μαζί τους μαζεύτηκαν χιλιάδες ατομικοί πολεμιστές, Μανιάτες οι περισσότεροι από «δεύτερα σπίτια» που βγαίνανε στις μάχες χωρίς αρχηγό,  με μπαϊράκι το μαύρο τσεμπέρι της γυναικός τους, πολεμώντας  καθένας μόνος του, για τ’ όνομα και το σόι του και την «κατά χρέος» υπεράσπιση της «κοινής Μητέρας»[7],, της πατρίδας τους δηλαδή,  και εξορμήσαντες από τις Κιτριές κατέλαβαν τη Καλαμάτα.
Και περιγράφουν ότι  ο  ελαφρά οπλισμένος Μανιάτης πολεμιστής ήταν ζωσμένος μ’ ένα μαχαίρι και δύο πιστόλες και στον ώμο περασμένο είχε μακρύ τουφέκι, στα χέρια του κρατούσε τσεκούρι ή ρόπαλο και στο κεφάλι φορούσε,  αν είχε, κράνος. Και οι γυναίκες οπλισμένες ήτανε με πιστόλες και το ίδιο και οι παπάδες τους. Γιατί οι Μανιάτες καθολικά οπλισμένοι ήτανε και δεν αφήνανε τα άπλα τους ούτε μέσα στο σπίτι, γι’ αυτό και ο Νηφάκος φώναζε στους «Διαλόγους» του.:
                   ΚΑΚΚΑΒΟΥΛΗΣ
« Δεν έχομεν συνήθειαν ημείς από κοντά μας
να βγάζωμεν, κουμπάρε μου,  ποτέ τα άρματά μας
αλλά στο χέρι πάντοτε πρέπει  να τα κρατούμεν
 καθήμενοι, κοιμώμενοι και όταν περπατούμε»
……………………………………………………..
                           ΝΙΚΗΤΑΣ
Καλά οπόταν περπατή, είναι συγχωρημένος
Να είναι πάντα έτοιμος και καλαρματωμένος,Αμή οπόταν βρίσκεται σε σπίτι και σε χώρα
Και κάθεται ανέφοβα, καθώς ημείς ετώρα,
Τι χρείαν κάμνουν τ’ άρματα να τα βαστά στο χέρι,
Να κρέμωνται στη μέση του πιστόλα και μαχαίρι. Μπαρούτες, πέτρες, βόλια στα δερματόζωνά του,
Του σατανά τα όργανα, τα σκεύη του θανάτου;»
………………………………………………………
                   ΚΑΚΚΑΒΟΥΛΗΣ
Σε σπίτι και σε τράπεζα και όπου ευρεθούμεν
Και στο κραββάτι πέφτοντες ημείς να κοιμηθούμεν,
Σε γεννητά και εις θανές και εις τας εκκλησίας,
Σε γάμους, σε μνημόσυνα και εις φαγοποσίας,
Το έχομεν συνήθειαν, αφ’ ότου γεννηθούμεν
Και έως αποθάνωμεν, να μη ξαμαρτωθούμεν» »[8]   


Ένας όρμος μικρός, που στα παλιά τα χρόνια, κάποτε,  πάνω στη κεφαλή του ψηλά στο βράχο, ακριβώς πάνω απ’ τη θάλασσα, υπήρχε ένας μεγάλος καστρόπυργος, όλο πολεμίστρες κ’ άρματα γεμάτος, να διαφεντεύει τη θάλασσα και το τόπο ολάκερο, χτισμένος λένε από το Τζανέτο Κουτήφαρη, το Τζανέτμπεη (1776-1779) το πρώτο μπέη της Μάνης, για να φυλάει τα σπίτια, τα χτήματα και υποστατικά του.

Αυτό το καστρόπυργο των Κιτριών, περιγράφει  ο Άγγλος Morritt[9]  που το 1795 ξεκίνησε από Καλαμάτα μεριά και  μπήκε από την Αγιάσω στ’ Αρμυρό, τις Κιτριές και την έξω Μάνη. Στο οδοιπορικό του αυτό αναφέρει, ότι βρήκε ένα μεγάλο κάστρο να κυριαρχεί στο τόπο ολόκληρο και γράφει: 
«Μετά τον Αλμυρόν εφθάσαμεν εις Κιτριές, μικρόν χωρίoν πέντε εξ σπιτιών, τα οποία προβάλλουν γύρω από ένα άλλο κάστρoν, διαμoνήν του Τζανετάκη Κoυτήφαρη, πρώην Μπέη της Μάνης και της ανεψιάς του Ελένης εις την οποία ανήκε η ιδιοκτησία. Το κάστρoν αποτελείται από δύο λιθίνoυς πύργους ακριβώς παρομοίους με τους ιδικούς μας παλαιούς πύργους των συνόρων της Αγγλίας και της Σκωτίας, Μία σειρά από βοηθητικούς  χώρους δια τους υπηρέτας, στάβλοι, καλύβια, ήσαν μέσα εις την αυλήν της οποίας εκλείετo με μία τοξοειδή πύλην. Όταν επλησιάσαμε ένας ένοπλος φρουρός της οικογενείας ήλθεν εις  πρoϋπαντησίν μας και συνεζήτησε με τον φύλακα o oπoίoς μας  συνόδευεν από τους Μύλους. Επήγαν και οι δυό τους εις τον πύργoν και ειδοποίησαν τον Καπετάνιoν o oπoίoς έτρεξεν εις την πύλην με ακoλoυθίαν αρκετών ανθρώπων να μας υπoδεχθή.  Εγενόμεθα δεκτοί με μεγάλην εγκαρδιότητα. Μας οδήγησαν εις  αναπαυτικόν δωμάτιoν εις τον κυρίως όρoφoν του πύργου, εις την κατoικίαν του καπετάνιου και της οικογενείας του. Ο άλλος πύργος ήτο διαμονή της ανεψιάς του  καπετάνισσας»[10].  
Εκεί στο «πόρτο Κιτριαίς» ή στο «λιμνιώνα»[11]  των Κιτριών, πού λέγαν οι Μανιάτες, φορτώνανε τα πλοία, μέχρι να φτιάξει  η Καλαμάτα λιμάνι, και φέρνανε οι καραβοκύρηδες, έμποροι, λαθρέμποροι και πειρατές, χίλια πράματα μαζί με όπλα, μπαχάρια, αρώματα και χρυσαφικά που ανταλλάσσανε με τους ντόπιους, να πάνε μετά στο γυρισμό, στα λιμάνια της Τύνιδας, της Τεργέστης, της Νίκαιας να τα πουλήσουνε και αλλού.
Και όπως γράφουνε τα βενετσιάνικα αρχεία, από το 1475, οι Βενετοί διαταγή είχανε βγάλει για τα πλοία τους, στο πηγαιμό  και ερχομό τους από τα λιμάνια της Ανατολής, υποχρεωτικά να  μπαίνουν στο το λιμάνι της Μεθώνης, να παίρνουν εμπορεύματα, ειδήσεις στρατιωτικές και ναυτικές και άλλες πληροφορίες:
«47. 26 Μαΐου 1475. Τα πλοία που ταξιδεύουν προς την Ανατολή κατά την μετάβαση και την επάνοδο να σταματούν στη Μεθώνη ...82. 6 Φεβρουαρίου 1487. Όλα τα πλοία που πηγαίνουν στην Ανατολή υποχρεούνται να σταματούν στη Μεθώνη... 100. 7 Ιουνίου 1500. Τα πλοία που ταξιδεύουν προς την Ανατολή υποχρεούνται κατά την μετάβαση και την επάνοδο να σταματούν στη Μεθώνη» [12]..
Εισπλέανε τότε τα καράβια των Ενετών στο μεσσηνιακό κόλπο, βάζανε ρότα για τη Μεθώνη και ξέρανε πως στις Κιτριές θα μπαίνανε να γεμίσουν τα πλοία τους με πρινοκόκκι, λάδι, μετάξι σύκα και χρυσόξυλο.
Γι’ αυτό λένε πως οι Κιτριές μεγάλο ήταν εμπορικό κέντρο, τόσο μεγάλο όσο η Μεθώνη και Κορώνη και γιατί είχε εμπασιά στη Μάνη μέσα και τους κακαβούληδες, όπως λέγανε τους Μανιάτες της Μέσα Μάνης.
Ο Νηφάκος αποκαλεί «κακαβούληδες» τους Μανιάτες και τη Μάνη «κακκαβουλίαν» στους στίχους του:
«Με λύπην άκραν στην ψυχήν και στην καρδιάν δελίαν
πηγαίνω  στα Θούρια και την Κακκαβουλίαν
Να γράψω την πατρίδα τους, να μην χασομερήσω,
Χωρία, χώρες, ήθη τους, ιντράδες να ‘στορίσω

και σε άλλους στίχους, με οργή και αγανάχτηση,  βρίζει:
 «Μανιάτες, κακκαβούληδες, κακάβια μαυρισμένα
της ατιμίας άτιμα σκεύη, μαγαρισμένα

Γιατί η αλήθεια είναι πως η Μάνη διαιρείται σε Μέσα Μάνη και Έξω Μάνη. Η Μέσα Μάνη λεγόταν και Κακκαβουλία ή «Κακαβουλιά» όπως την έλεγε ο Κολοκοτρώνης. Μάλιστα στην Επανάσταση του 1821, όπως γράφουν οι στρατιωτικές αναφορές, τιμούσαν «τους γενναίους Μανιάτας και φιλοξένους κακαβουλίους» και έτσι προσφωνούσαν όλοι τα στρατιωτικά σώματα της Μέσα Μάνης, στις πολεμικές συνάξεις και στις αναφορές των οπλαρχηγών.  
Ο Σωκρ. Κουγέας για τη προέλευση της ονομασίας «κακαβούληδες», αναφέρει ότι, έτσι ονομαζόντουσαν: «οι παρά το ακρωτήριο του Ταινάρου και των Θυρίδων κατοικούντες Μανιάτες, ασκούντες κατά τους Μεσαιωνικούς και τους χρόνους της τουρκοκρατίας την πειρατείαν, προσέβαλλον συχνά εν πλω τα εκείθεν παραπλέοντα πλοία. Περί των πειρατών τούτων η λαϊκή παράδοσις λέγει, ότι δια να προστατεύουν την κεφαλήν των από τα κτυπήματα, τα οποία κατέφερον  εναντίον των από του καταστρώματος τ’ αμυνόμενα πληρώματα των προσβαλλομένων πλοίων κατά τη στιγμή της προσεγγίσεως, εσκέπαζαν αυτήν με κακαβούλια (= μικρά κακάβια) ήτοι μικράς εκ χαλκού μαγειρικής χύτρας».


[1]Το όνομα απαντάται με τις γραφές: Κυτριαις, Κυτριές και Κιτριές.
[2] «ακρωτηριάζουσα και χερσονησώδης προβολή του βουνού Κεφαλοβούνι (κατ’ άλλους Κεφάλι) του διαχωρίζοντος την Μάνην από της Μεσσηνίας σχηματίζουσα δε αμφιδύμως τον όρμον Κιτριές προς Β και την κόλπωσιν της Καρδαμύλης προς Ν. Επί της άκρας φάρος λευκών αναλαμπών 16 μιλίων (ιδρυθείς το 1882). Εκ της περιγραφής του Παυσανίου προκύπτουν ταυτότητες, του Κεφαλοβούνι προς το Καλάθιον και των Κιτριών προς την γεράνειαν», Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος, τόμος Ι΄, σελ. 794-795
[3]«σοροκάδες», είναι οι άγριοι νοτιοανατολικοί άνεμοι.
[4] Φιλήμων τ. Α` σελ. 212
[5] το κείμενο με τις παραγράφους της συνθήκης μεταφέρω από το βιβλίο του Γ. Μαραβελέα «οι Παλαιολόγοι της Καρδαμύλης» ο οποίος σημειώνει ότι ολόκληρο το έγγραφο της συνθήκης δημοσίευσε ο Τζώρτζης Τζωρζάκης στην εργασία του « Η πρωτεύουσα της Μάνης κλπ» Αθήναι 1981).
[6] Έκφραση από αναφορά του αναπληρωτή Έπαρχου Νεοκάστρου-Μεθώνης Χαρ. Παπαθεοδώρου, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1825, βλ.  Μίμη Φερέτου, Μεσσηνιακά 1968, σελ. 326-327, όπου παραπέμπει σε ΓΑΚ, Εκτελ. Βλαχ. Εμπερ. εις εγγ. 15 Φεβρ. 1825. 
[7] Έκφραση δανεισμένη από Αναφορά προς τη Κυβέρνηση που υπογράφουν ο Διονύσιος Μούρτζινος και Πιέρος Βοϊδής για την εμφάνιση Αιγυπτιακών πλοίων στο Κάβο Γκρόσο: «Κατά χρέος λοιπόν αναφέρω τούτο προς την κοινήν ημών Μητέρα ήτις περί τούτων σαφεστέρας πληροφορίας έχουσα, ας λάβη όλα τα αναγκαία μέτρα να ασφαλίση την ελληνικήν επικράτειαν εξωτερικώς επαπειλουμένην, με το ανήκον σέβας υποσημειούμαι. Τη 9 Φεβρουαρίου 1825. Οι ευπειθείς πατριώται. Διονύσιος Μούρτζινος. Πιέρος Βοϊδής», που είναι βεβαίωση εθνικής και όχι τοπικής συνείδησης που διακατείχε τότε τους Μανιάτες βλ. Μίμη Φερέτου, Μεσσηνιακά 1968, σελ. 326, όπου παραπέμπει σε ΓΑΚ Βλαχ. Εκτελ. φακ. 8.
[8] Νικήτα Νιφάκη, «Διάλογοι», σε Μανιάτικα Ιστορικά στιχουργήματα, προλεγόμενα και σημειώσεις Σωκρ. Β Κουγέα,  Ακαδημία Αθηνών, Αθήναι 1964, σελ. 94.
[9] J. B.S. Morritt of Rokeby, 1795.
[10]Δικαίου Βαγιακάκoυ «Οι Πύργοι της Μάνης», Πελοποννησιακή  Πρωτοχρονιά 1959, σελ. 66.
[11] «λιμνιώνας και λιμιώνας», είναι το λιμάνι, ( μετφ) το καταφύγιο, Ο Σωκρ. Κoυγέας γράφει ότι: «Οι κάτοικοι της Κοινότητος Δολών, εις την oπoίαν υπάγεται η παραλία των Κιτριών, χρησιμοποιούμεν δια τις  Κιτριές ως τoπωνύμιoν την μεσαιωνικήν «Λιμιώνας» ήτις  εκφράζει την κυρίαν ιδιότητα του τόπου», Σωκρ. Κoυγέα «Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης υπερασπίζων τον Κεφαλλoνίτην έμπορον Καλλιγάν πατέρα ( ; ) τoυ Παύλoυ Καλλιγά», Πελ/κη  Πρ/νια 1959, σελ. 5.
[12]Γ. Σ Πλουμίδη «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Κορώνη και Μεθώνη», Πελοποννησιακά, τ. Ι` 1974, σελ. 59-163.