Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΚΙΤΡΙΕΣ

« …τα ρούσικα καράβια, δύο μεγάλα κομμάτια, η καπιτάνα κι ένα δεύτερο, είχαν αράξει στις Κιτριές, ανοιχτά στο κόλπο της Καλαμάτας.
Είναι μέρες που έκλεισε ο Αύγουστος του 1831. Κι η θάλασσα βαρέθηκε τη μπουνάτσα, τα βουνά, τα δέντρα πεθυμάνε χειμώνα, λαχταρήσανε από τώρα τον αγριωπό, τον αντρίκιο άνεμο. Το αποσταμένο καλοκαίρι πάει να κάτσει, πάει ν’ ακουμπήσει απάνου στο φθινόπωρο, η ζεματισμένη γη βιάζεται σα θηλυκιά, να δεχτεί τη βροχή που θα την ετοιμάσει για το σπορείο.
Εκεί που βλέπετε – λέει στους αξιωματικούς, ο 'Ελληνας δραγουμάνος, δείχνοντάς τους προς τα δυτικά τον ορίζοντα – είναι η Μεσσηνία, η γη του θεού. Ένα σπέρνεις, δέκα θερίζεις. Μόνο που τη κόψανε οι αραπάδες ως τα Μαυριτάνικα.
- Κι από τούτη τη μεριά;
-Από τούτη τη μεριά αρχίζει η Μάνη, τα Κακαβούλια. Το βουνό το λένε Σέλιτσα. Κι απ’ τη Σέλιτσα κι’ εδώθε ούτε χώματα, ούτε νερά. Μόνο αίμα και ντουφέκια.…»
(Γεώργιος Φτέρης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Τσιμπήδαρου, από το βιβλίο του «ΜΑΝΗ πατρίδα μου», Αθήνα 1976, σελ.41)

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

ΕΥΤΟΛΜΟΙ ΛΟΓΟΙ (ημερολόγιο πολιτικής απραξίας)


1.

                                                                                           Στη δική μου κρίση,

 Στη δική μου κρίση, έτσι όπως κυκλοφορεί  aνεύ-θυνα, υπάρχουν άστεγοι, άνεργοι, σοσιαλιστές, επαναστάτες, αναρχικοί, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι άρχοντες, κλέφτες, ζητιάνοι ρουφιάνοι, αβανταδόροι, μεσήλικες και διακονιαρέοι, όλοι υποκείμενοι στον ίδιο νόμο.  

Στη δική μου κρίση υπάρχουν μετανάστες, έγχρωμοι, ιδεολογίες και παρατάξεις με λάβαρα γνήσια, αυθεν-τικά και λερωμένα, τυλιγμένα όλα σε περγαμηνές αναξίων ηγητόρων. 

Στη δική μου κρίση, υπάρχει η διαδικασία απαξίω-σης της πολιτικής λαϊκής βούλησης που γιγαντώνεται με την αποδοκιμασία εκείνων που με τη γνωστή «ασυλία» ακουμπάνε τα δημόσια ταμεία. 

Τολμώ πια ν’ αποδοκιμάζω και να υβρίζω, ως δειλούς όλους αυτούς που έχοντας «το ακαταδίωκτο» διαχειρίζονται «ανορθόδοξα» το δημόσιο χρήμα και τις τύχες της χώρας μας, αυτούς τους τιποτένιους νάνους που ασελγούν επί του σώματος της Δημοκρατίας που με τόσους αγώνες, αίμα και δάκρυα, καταφέρανε να στήσουνε οι πολίτες αυτής της χώρας, που μετά υπηκόους βασιλιάδων «ελέω Θεού» τους κάνανε, και στο τέλος μέχρι τα σήμερα σε «λαό» άβουλο και του πεταμού τους μετατρέψανε..

2.

 ΜΕ ΓΥΜΝΟ ΜΑΤΙ,

ΔΕΝ ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΙ !

Mε τη πίστη της απόλυτης εξουσίας, ενός κληρονομικού άρχοντος, τη βεβαιότητα πως είναι  ο «εκλεκτός», ο «φωτισμένος» και «αλάθητος», και πως απόλυτο δικαίωμα έχει, να σκέπτεται και να αποφασίζει για λογαριασμό των άλλων.

Με τη «ψύχωση της μοναδικότητας» και την αρρωστημένη αντίληψη ότι «μόνο αυτός ξέρει» και δικαιούται να γκρεμίζει, να αυθαιρετεί, να φτιάχνει «πράγματα» για τη ζωή των υπηκόων του, να υπόσχεται και να εξαπατά.

Με την ανισόρροπη «φαντασίωση» ότι χειρίζεται συρφετό «υπηκόων» και δεν υπάρχουν έστω υπολείμματα ελευθέρων πολιτών, και ότι γι’ αυτόν όλα  δικαιολογούνται  εν όψει της πραγματοποίησης "του δικού του ονείρου",  που μπορεί να εμπεριέχει την ίδρυση μαυσωλείων, σφαγείων,  φυλακών ή δημοσίων ουρητηρίων «χάριν του δημοσίου συμφέροντος».

Ιδού ! η μορφή ενός νέου «ηγέτη» που φαντάζει, ως ντοπαρισμένος αρσιβαρίστας, να υπερίπταται ευτελών υπηκόων σε ώρες παρακμής και «κατηφόρας», και βαυκαλίζεται χασκογελώντας εν μέσω κλαυθμυρισμών πτωχευμένων συνειδήσεων και υπερχρεωμένων νοικοκυριών.

Κι’ όμως, η έκπληξη για μιας τέτοιας μορφής κληρονομικού "αρχοντα της εξουσίας,  δεν πηγάζει από τηv αvανακύκλωση της προκατασκευασμένης μορφής τoυ, ως «νέου λυτρωτή». 

Ούτε από τα νέα κατασκευασμένα μοντέλα των «υπηκόων - θεατών» των πράξεων ενός απόλυτου κληρονομικού μονάρχη.

Ούτε από τη τιθάσευση των υπηκόων, με εργαλεία την ασύδοτη φορολογία και την απόλυτη κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου που με το καρκίνωμα της «νόμιμης τοκογλυφίας» έχουν σακατέψει το τόπο και τους ανθρώπους του.

Όχι!  η έκπληξη για μιας τέτοιας μορφής τυράννου, πηγάζει από εκείνα τα μαύρα «στίγματα» των αλυσίδων, που ζωγραφισμένα στους μηρούς και τις  γλώσσες  των υπηκόων του, με γυμνό μάτι, δεν ανιχνεύονται…

3,               

                     



 


"ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ" (ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΉ ΟΜΆΔΑ ΣΤΗ ΚΑΛΑΜΆΤΑ ΤΟ 1829)

Η ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ ΟΔΗΓΑΕΙ

         ΤΗ ΣΥΝΕΊΔΗΣΗ ΜΑΣ

 

«…Είμαστε φίλοι της ειρήνης και εχτροί του πολέμου. Θέλουμε την καλυτέρεψη της κοινωνίας, την εξαφάνιση της πείνας και της αθλιότητας από το πρόσωπο της γης. Να λείψουν τα μίση μεταξύ των λαών. Να γίνει μια ποίμνη όλη η ανθρωπότης. Αυτό είναι το ανθρωπιστικό ιδανικό, αυτό είναι το ιδανικό μας.

Ζητούμε παντού την αλήθεια, την αγνή και καθαρή αλήθεια. Μισούμε κάθε πρόληψη και δεισιδαιμονία. Οδηγό μας θέλουμε την επιστήμη.

Η ηθική και η δικαιοσύνη οδηγάει τη συνείδηση μας. Με τους φτωχούς και τους δουλευτάδες είναι η συμπάθειά μας. Το δίκιο απαιτεί να εργάζουνται και να χορταίνουν όλοι, να είναι όλοι ελεύθεροι όχι μόνο από πολιτική , παρά κι από οικονομική άποψη. Η ισότης είναι η δικαιοσύνη. Αυτό είναι το σοσιαλιστικό ιδανικό μας. 

Δεν είναι μόνο τα υλικά αγαθά μα και τα πνευματικά που πρέπει να γίνουν κτήμα κοινό του λαού, γιατί αυτό απαιτεί η γενική πρόοδος , το γενικό καλό. Γι’ αυτό ζητούμε να είναι πραγματική και δωρεάν για όλο το λαό η εκπαίδευση…»

(Σοσιαλιστική Ομάδα «Ελεύθερη Σκέψη», Καλαμάτα, Μάης 1929), 

 

 

ΦΑΡΑΙ - ποιάεσσα - το ποθωμένο φείδι.

 

Αυτή τη πόλη, ο Όμηρος,  την λέει « εϋκτισμένη», που πάει να πει ωριόκτιστη με κτίρια και παλάτια, δρόμους μεγάλους και ανοιχτούς, με ναυτικούς περίσσιους που με τα μαύρα πλοία τους μαζεύανε χρυσάφια και πλιάτσικα ένα σωρό, και κλέβανε φοράδες, αλόγατα και πρόβατα, κ’ είχε η πόλη όλη, ανάκτορα θεόκτιστα και λαμπερά παλάτια και βασιλιά το Διοκλή που και οι δύο γιοι του σκοτώθηκαν στο Ίλιο, απ’ του Αινεία τα χέρια.

 

Από την «Αβία»  και δώθε, στ’ Αρμυρό,  μέχρι τη Καλομμάτα, μια κατρακύλα  ο τόπος κείναι  στενός, όλο πουρνάρια, σχίνα, φλόμο, ελιές και ξινόχορτο, γεμάτος φωνές, συντρίμματα από τεχνικές τελειώσεις, τσιμέντα, μερικές λεμονιές στη μέση και  στο βάθος  βιολιά από παράθυρα και ασβέστη, πάνω από μια θάλασσα γαλάζια που ξερογλείφεται ακουμπώντας στα στραβά ποδάρια της πόλης μας. 

Της πόλης των Καλαμών, όπως ονομαζότανε  στα παλιά τα χρόνια, τότενες  που είχανε ακόμα μνήμες οι άνθρωποι και θέλανε οι γραμματιζούμενοι, να διατηρήσουν τη συνέχεια στα ονόματα, τους τόπους, και τους ανθρώπους. Τότε που θέλανε να κρατήσουν την εικόνα τους, έτσι όπως διαβήκανε στους αιώνες, να έχουνε τα αίματα σε βρασμό και τα μυαλά να τρέχουν στις μνήμες του γένους και τα οράματα. Μιας πόλης που, όπως περιγράφεται στα βιβλία, κείται επί της ανατολικής όχθης, στο πεδινό τμήμα, του παραρρέοντος χειμάρρου Νέδοντος που αποτελούσε ανάμεσα στους αιώνες το «θείον της πόλης καλλώπισμα» όπως υμνεί του τόπου ο χρονογράφος περιγράφοντας ότι : 

« … ο παραρρέων τη πόλει χείμαρρος θείον υπάρχει δια την πόλιν φυσικόν καλλώπισμα. Εις τους οφθαλμούς του περιπατούντος την άνοιξιν ή το φθινόπωρον επί της κοίτης του απεξηραμένης κατά το πολύ, μαγικόν θείον και ασυλλήπτου φυσικής καλλονής απλούται αμφιθέατρον. Δεξιά η Τούρλες κατάφυτοι εκ συκοδένδρων. Αριστερά τα Καλύβια και τα υψώματα του Αβραμιού. Εις το βάθος του ποταμού η ελικοειδής κοίτη του...Νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις παμμέγιστον λουτήρα,  του οποίου αι εσωτερικαί παρειαί χάνονται εις το βάθος πυκνών φυλλωμάτων σκιερών δένδρων και θάμνων αρωματικών. Και την φανταστικήν ταύτην σύλληψιν την ενισχύει πειστικώς το κελάρυσμα του δια των ποδών του διαβάτου με ελαφρύν ψίθυρον διολισθαίνοντος ύδατος[1]....».

Μιας πόλης χτισμένης, κάτω από το φράγκικο κάστρο,  κει που λένε οι μύθοι πως έλαμπε κάποτε, στους αρχαίους χρόνους, η «περιώνυμη» πόλη των αρχαίων  « Φαρών» της οποίας πρώτος οικιστής «άδεται» ο  Φάρις, ο γιος του Ερμή και της Φιλοδάμειας της ωραίας που ‘παιζε άρπα και μαντίλα είχε στο πρόσωπο και στα μαλλιά να μη την κάψει ο ήλιος και ο έρωτας των ανθέων.

Της πόλης των Φαρών που πριν τους μυθικούς πολέμους, τους τρωικούς, είχε  για κεφαλή της  τον Ορσίλοχο τον δυνατό στη γνώση βασιλέα  και στο παλάτι[2] του το λαμπερό και κοσμοξακουσμένο, φτιαγμένο με γυρίσματα και τείχη με πυργίσκους, αντάμωσε ο ΄Ιφιτος τον μέγα Οδυσσέα και είχε και του χάρισε, νάχει να τον θυμάται, κείνο το τόξο το καλό που ο Όμηρος μας λέει:

« κι’ ένα δοξάρι λυγιστό και μια σαϊτοθήκη,

γεμάτη πολυστέναχτες σαΐτες, που ένας ξένος

δώρα στη Λακεδαίμονα τάδωσε  του Δυσέα,

ο Ίφιτος του  Ευρύτη ο γιος, των αθανάτων όμοιος,

που στη Μεσσήνη σμίξανε στο σπίτι 

του Ορτιλόχου[3]».

Αυτό το τόξο το καλό,  φτιαγμένο απ’ το Λοξία,  το βρήκε η Πηνελόπη του, κ’ έκανε, στην Ιθάκη αγώνες στους μνηστήρες της, να βγει ο πρώτος  νικητής που θάπρεπε να τη πάρει δική του κ’ ερωμένη του.

Αυτή η  πόλη των Φαρών ήτανε « εϋκτισμένη[4]», που πάει να πει ωριόκτιστη με κτίρια και παλάτια και δρόμους μεγάλους και ανοιχτούς, με ναυτικούς περίσσιους που με τα μαύρα πλοία τους μαζεύανε χρυσάφια και πλιάτσικα ένα σωρό, και κλέβανε φοράδες, άλογα πολλά και πρόβατα και είχε η πόλη όλη, ανάκτορα θεόκτιστα και ωραιόκτιστα παλάτια.

 Σ’ αυτή την ίδια πόλη των Φαρών, μετά τους Τρωικούς πολέμους, βασιλιάς τρανός κ’ επώνυμος ήταν ο Διοκλής ο γιος του Ορσιλόχου που λέγανε πως ήτανε του Αλφειού αγγόνι. Αυτού του ίδιου Διοκλή που ‘χασε μες στη Τροία  τους δίδυμους τους κούρους του, Κρήθωνα και Ορσίλοχο πολεμιστές μεγάλους. που λένε πως τους σκότωσε ο τρομερός Αινείας και περιγράφει ο Ομηρος:

« Αυτού  ο Αινείας σκότωσε, των Δαναών αρίστους,

τους γιους του Διοκλέους, τον Κρήθωνα κι’ Ορσίλοχο,

που ζούσε ο πατέρας τους στη καλοχτισμένη τη Φηρή,

κι’ είχε πολύ το βιός του, κ’ ήταν απ’ το γένος του ποταμού

του Αλφειού, που ρέει πλατειά ανάμεσα στη χώρα των Πυλίων

αυτός έτεκε τον Ορτίλοχο, πολλών ανδρών αφέντη

κι’ έτεκε ο Ορτίλοχος τον μεγάθυμο Διοκλή

κι’ απ’ το Διοκλή δίδυμοι γεννηθήκαν

ο Κρήθων κι ο Ορσίλοχος , που ξέρανε από μάχες΄

Αυτοί πάνω στα νιάτα τους, με μελανά καράβια

στο Ίλιο, πόχει ωραία άλογα, τους Αργείους ακολουθούσαν

να πάρουνε εκδίκηση για τους Ατρείδες όλους,

τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, και εκεί τους βρήκε ο θάνατος.

Πως δυο λιοντάρια σε κορφή βουνού η μάννα τους τα θρέφει

μες σε βαθύ και σκοτεινό και δασωμένο λόγγο

πέφτουν κι’ αρπάζουν βόδια, ερίφια, πρόβατα

και των ανθρώπων τα μαντριά αδειάζουν μέχρις ότου

και αυτά απ’ τις παλάμες των ανδρών με μυτερό χαλκό

σκοτώσουν, έτσι και εκείνοι από τα χέρια του Αινεία

 δαμάστηκαν  και όμοια με έλατα ψηλά κατέπεσαν στο χώμα.[5]».

 

Λένε ακόμα πως εκεί, στο ίδιο το παλάτι, έφερε ο Πεισίστρατος, του Νέστορα ο κούρος, τον άμοιρο Τηλέμαχο που πήγαινε στη Σπάρτη να ψάξει το πατέρα του το θεϊκό Οδυσσέα.

« ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας το λόγο πήρε κι είπε

«Ελάτε οι γιοι, για τον Τηλέμαχο κάτω απ’ το αμάξι ζεύτε

τ’ αλόγατά μας τα καλότρυχα, στη στράτα να κινήσει»

Είπε΄ κι αυτοί γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο,

Και τα γοργά με βιάση αλόγατα κάτω απ’ το αμάξι εζέψαν.

Έβαλε μέσα κι η κελάρισσα ψωμί, κρασί, προσφάγια,

Καθώς να τρώνε οι θεογέννητοι το συνηθούν ρηγάδες.

Ανέβη τότε κι ο Τηλέμαχος πά στο πανώριο αμάξι

κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος ο ρήγας, στο πλευρό του,

στο αμάξι ανέβη, και στα χέρια του τα νιόλουρα φουχτώνει

δίνει βιτσιά, κι ευτύς τ’ αλόγατα με προθυμιά πετούσαν

στον κάμπο, αφήνοντας το απόγκρεμο της Πύλος κάστρο πίσω,

και το ζυγό τα δυο ζερβόδεξα κουνούσαν όλη μέρα.

Κι’ ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι

Φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος στου Διοκλή το σπίτι,

Που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και τ’ Αλφειού τ’ αγγόνι.

Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα

Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλά τη

Ζέψαν τ’ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι,

Και βγήκαν έξω από την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.

Δίνει βιτσιά να φύγουν τ’ αλόγα,, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,

Σε λίγο φτάσαν στο πολύσταρο τον κάμπο και τελεύαν

Το δρόμο΄ μ’ έτοια ορμή τα’ αλόγατα τα γρήγορα τους σέρναν

Και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι[6]».

 

Ο Παυσανίας, γράφοντας το πηγεμό, από τη πόλη των Φαρών στη κοντινή Θουρία,  μια «κώμη» βρήκε στο δρόμο του με τ’ όνομα «Καλάμαι» και αυτή  βρισκότανε μακριά από τη θάλασσα,  «εν μεσογαίω»,  λέει.

Μια μικρή πόλη, πάνω στους λόφους και τα υψώματα απ’ όπου πέρναγε ο αρχαίος καρόδρομος που ερχότανε από τη Λακωνική και  έγραψε πως: « έστι δ’ εν τη μεσογαίω κώμη Καλάμαι και λίμναι χωρίον, εν δε αυτή Λιμνάτιδος ιερόν εστίν Αρτέμιδος, ένθα Τωλέκλω βασιλεύοντι εν Σπάρτη την τελευτήν  συμβήναι λέγουσιν[7]»,  και  άλλο τίποτα δεν έγραψε για δαύτη, μόνο αυτή τη σημείωση κράτησε στα γραφτά του να βρίσκουν οι ταξιδευτές σημάδια  στο φευγιό τους. 

Τόσο μικρή και ασήμαντη, ήτανε  αυτή η « κώμη», που εκατό χρόνια πριν από τον Παυσανία, ο Στράβων,  που πέρασε από κείνα τα χώματα, τίποτα δεν βρήκε ούτε άκουσε  να γράψει γιατί δεν υπήρχε, ενώ εκεί στις  « Λίμναις», ήτανε  και στα χρόνια του το ιερό της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος όπου μαζευόντουσαν όλοι οι ρέμπελοι μαζί,  Σπαρτιάτες και Μεσσήνιοι, και προσευχές κάνανε, θυσίες, ανάβανε κεριά και καντήλια στους θεούς τους, που όλοι κάρνιοι ήτανε, κερασφόροι δηλαδή, με κέρατα μεγάλα και προβιές ζώων φορεμένοι, να τους βλέπουν οι οχτροί τους να σκιάζονται, γιατί από μια φύτρα λέγανε πως ήτανε,  όλοι αυτοί, οι σκοτεινοί Δωριείς, αλλόκοτοι, κιτρινιάρηδες, γιδοβοσκοί, πολεμιστές άγριοι, μαινόμενοι και παθιασμένοι.

Άλλοι πάλι είπανε πως η πόλη των Φαρών είναι πολύ μακριά από τη σημερινή πόλη της Καλαμάτας, και βρισκόταν, λένε, κει πάνω στο λόφο της Γιάννιτσας[8]  που ζεστό αέρα βγάνει από τα σπλάχνα του μέχρι τα σήμερα, όπου και κυκλώπεια τείχη υπάρχουν και πολλά βυζαντινά εκκλησάκια  που όσο πάνε και χάνονται.

Γράφουνε μάλιστα πως στη θέση των σημερινών Καλαμών, δηλαδή κάτω από το κάστρο και ολόγυρα στο ναό της Υπαπαντής, δεν ήταν η πόλη Φαραί αλλά μια άλλη πόλη που λεγότανε «Ποιάεσσα» και για την οποία γράφει ο Στράβων[9] ότι βρισκόταν πλησίον του ποταμού Νέδοντα και κοντά της  ήταν και κάποιο άλλο ιερό, εκτός από το μεγάλο και επίσημο,  της Νεδουσαίας Αθηνάς. Δεν ξέρω. 

Όμως, κάπου γράφεται, πως  ο Νέστορας, γυρίζοντας από τη Τροία,  άραξε για λίγο στο νησί Κέα να ξαποστάσει,  να πάρει νερό και καμιά γυναίκα νάχει στο δρόμο του να του φτιάχνει καφέ και να του πλένει τα σώβρακα.

Εκεί λοιπόν στη Κέα το λίγο που έμεινε ο Νέστορας, έχτισε, έτσι για τη πλάκα του λένε, κ’ ένα  ιερό της «Νεδουσαίας» Αθηνάς»[10]  « κατά μίμησιν»  εκείνου που βρισκόταν, δω χάμου στη Καλαμάτα και μάλιστα λένε πως ίδρυσε και μια άλλη πόλη με τ’ όνομα    « Ποιάεσσα», να θυμίζει στους νησιώτες και περαστικούς ότι αυτός ήταν που πέρασε από κει και ξανάγραψε στα χώματα της Κέας τα ονόματα τη δικής του πατρίδας.

Αυτά γράφουνε και κανείς δεν ξέρει, τι είναι αλήθεια ή ψέματα, τίποτα δεν μένει πάνω στα χώματα γιατί καταστρέψανε το τόπο και τα αρχαία κτίσματα, σκεπάσανε τους αρχαίους ναούς και πάνωθέ τους φτιάξανε οι χριστιανοί άλλους δικούς τους και απλώσανε τα σύμβολά τους σ’ ολόκληρο το τόπο,  που δεν τους ανήκε.

Έτσι τ’ αρχαία μένουν θαμμένα. Μόνο κάτι βιβλία είναι που γράφουν για τα παλιά και  οι παιδικές μας μνήμες με κάτι  ακούσματα από τον  μπάρμπα Γιάννη το «σοφό» που μάζευε τις πέτρες, ολόγυρα από το Νέδοντα, και ανορθόγραφα έγραψε πως κάπου εκεί ήτανε η αρχαία πόλη και κοίταζε ο μπάρμπα Γιάννης μη πειράξουνε το «λιθωμένο φείδι» και τη σπηλιά, κάτω του, «το ιερό του Πανός» που τότε υπήρχε  ακόμα,  και όλο φώναζε  πως η σημερινή πόλη των Καλαμών χτισμένη είναι πάνω στα κτίρια, τους ναούς, τους τάφους και τα τείχη, εκείνης της περιβόητης πόλης των αρχαίων Φαρών.

Και γράφει ο Παυσανίας,  σαν ήρθε εδώ στη πόλη των Φαρών, πως βρήκε  «ναό της Τύχης» ζηλευτό και ηρώο για τους «ασκληπιάδες» Νικόμαχο και Γόργασο, που όλοι τους τιμούσαν με τις θυσίες κάνοντας και καίγοντας λιβάνια, και λίγο πιο κάτω ήτανε το άλσος του Καρνείου Απόλλωνα και κοντά σε αυτό πηγή και ο  ναός της Νεδουσίας Αθηνάς.

Τα ίδια λέει και  ο Στράβων που μέτρησε την απόσταση από τη θάλασσα σε πέντε στάδια[11], ενώ όταν την μέτρησε ο Παυσανίας βρήκε   την απόσταση  6 στάδια[12],  και λένε πως ήταν ο χείμαρρος Νέδοντας που είχε κάνει προσχώσεις και η απόσταση είχε μεγαλώσει.

Οι αρχαιολόγοι λένε ότι η πόλη των Φαρών ήτανε πάνω στο φράγκικο κάστρο  της Καλαμάτας, εκεί που σήμερα  τίποτα δεν υπάρχει γιατί  τα ίχνη χάθηκαν από την συνεχή στους αιώνες κατοίκηση της πόλης.

Άλλοι πάλι λένε,  πως όχι  δεν ήτανε μόνο μία η πόλη των  Φαρών, αλλά ότι υπήρχανε δύο πόλεις, μία εκείνη η Ομηρική που ήταν τάχα κτισμένη στο  βράχο πάνω στο χωριό Γιάννιτσα[13] που σήμερα βρίσκουμε πανάρχαια Πελασγικά τείχη και άλλα πολλά ίχνη πανάρχαιας κατοικίας,  και άλλη μία η Δωρική πόλη  των Φαρών που ήταν στη σημερινή θέση της Παλιόχωρας.

Λένε ακόμα ότι ο ναός της Νεδουσίας Αθηνάς ήτανε εκεί που είναι σήμερα η  «Φραγκόλιμνα» και όλοι βεβαιώνουν ότι στη θέση αυτή έχουν βρεθεί   «ερείπια  Ελληνικού ναού παλαιότατου και μεγαλοπρεπέστατου παρά τα δύο ναϊδια του Αγίου Νικολάου περί το εν ημιστάδιον από του ποταμού» και ότι τα ίχνη αυτά είναι ακόμα εκεί θαμμένα και ότι στην αριστερή πλευρά του Νέδοντα βρέθηκε επιγραφή που υποσημαίνει  ότι ήταν τόπος όχι μόνο ιερός « αλλά και επισημότατος και επιφανέστατος» , όπως ήταν ο ναός της Νεδουσίας Αθηνάς.

Ακόμα, ο αρχαιολόγος Ανδρέας Σκιάς[14] σε μελέτη του, εκθέτει ότι το τείχος των  Φαρών  ήταν παράλληλο  προς το τείχος του μεσαιωνικού κάστρου και πέρναγε  από  τη Νότια  πλευρά της πλατείας Υπαπαντής και παραπέρα το τείχος « εκάμπτετο προς Βορρά ακολουθώντας τη αριστερή κοίτη του Νέδοντα  και διευθυνόμενο προς την ακρόπολη» και ότι Ανατολικά το τείχος πέρναγε μέσα από το νεκροταφείο και ότι επειδή στ’ ανατολικά του κάστρου βρίσκεται λόφος ψηλός, ο  λεγόμενος «Τούρλες» φαίνεται ότι το τείχος δεν εκτεινόταν προς το μέρος αυτό.  Ο Σκιάς  γράφει  ότι όταν γινόταν η επίχωση της Φραγκόλιμνας,  και  παίρνανε χώμα από το χτήμα του ιδιοκτήτη  της μικρής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, βρέθηκε εκεί τείχος,  στην ανατολική πλευρά της Φραγκόλιμνας,   διευθυνόμενο από βορρά προς νότο και  κείμενο έξω από το περίβολο των Φαρών, και υποθέτει ο Σκιάς ότι ήταν τμήμα  των «μακρών τειχών»  που συνδέανε  τη πόλη των Φαρών με τη παραλία και χρονολογεί ότι πρέπει τα τείχη να έχουν  κατασκευασθεί τα μέσα του Δ` π.Χρ. αιώνα,  ίσως μετά την απελευθέρωση από τον Επαμεινώνδα των Μεσσηνιακών πόλεων ή  και ενδέχεται να έχουν κτισθεί πολύ παλιότερα κατά τον Ε` π. Χρ. αιώνα από τους Λακεδαιμονίους . Ως προς το ναό του Καρνείου Απόλλωνα, όλοι προσπάθησαν να εντοπίσουν που ήταν κτισμένος,  από τη πηγή ύδατος που αναφέρει Παυσανίας  γράφοντας : « Ολίγον δε απωτέρω Φαρών Απόλλωνος άλσος έστί Καρνείου, και ύδατος εν αυτώ πηγή θαλάσσης δε εξ που στάδια απέχουσι αι Φαραί[15]».

Όμως ο σοφός δάσκαλος Πετρίδης[16] που έγραψε πολλά αρχαιολογικά για τη περιοχή, σημειώνει  ότι είναι αδύνατο να αποφανθεί κανείς με βεβαιότητα που βρισκόταν το ιερό του Καρνείου Απόλλωνα και ότι πάντως πηγή ύδατος υπάρχει στο Καλαμίτσι[17] και πίσω από τις  «Τούρλες» στο περιβόλι του  Κυριακόπουλου κοντά στο Νέδοντα και ότι και πέρα από το Νέδοντα υπάρχει πηγή ύδατος στα Καλύβια και δεν μπορεί να προσδιοριστεί σε ποιο από τα τρία μέρη υπήρχε ο ναός, αν και  το άλσος του Καρνείου παραφθάρηκε σα  λέξη με τους πολλούς αιώνες και έμεινε να λέει ο κόσμος   « στη Κοροκλονού[18]», που είναι τοποθεσία που ακόμα και σήμερα τη βρίσκουμε στα συμβόλαια όταν πουλάνε χτήματα,  και πρέπει να είναι στη περιοχή της « Φυτειάς» στο μέρος   που είναι « πάνω από τα σπίτια της παραλίας  και χωρίζεται σε περβόλια και κήπους λεμονοπορτοκαλιών».

Τώρα πως καταστράφηκε η πόλη των Φαρών, είναι άγνωστο, λένε πως μάλλον καταστράφηκε υπό των Γότθων «των λυμαινομένων τότε τας Ελληνικάς χώρας και τας παραλίας πόλεις καταστρεφόντων  δια του πολυπληθούς στόλου, του υπό του Τωτίλα διευθυνομένου[19]».

 

Όμως εμείς θα το πούμε και πάλι,. Είναι κρίμα οι πηγές του Αρμυρού νερού να θάβονται πίσω από τους τοίχους κάποιας ιδιοκτησίας, είναι έγκλημα να γκρεμίζονται οι μανιάτικοι πύργοι και τα αρχοντικά, είναι ντροπή  ο Νέδοντας  να θάβεται κάτω από το μπετό και από χείμαρρος να μετατρέπεται σε ανοιχτό οχετό, είναι ντροπή να εγκαταλείπεται και ν’  αφανίζεται  το «λιθωμένο φίδι», είναι κατάρα να μην αποκαλύπτεται ο αρχαιολογικός χώρος που απλώνεται κάτω από το κάστρο,  γύρω και κάτω από τη Υπαπαντή κάτω στη  Φραγκόλιμνα μέχρι και το νεκροταφείο. Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν στη πόλη μας κι μια απέραντη θλίψη μας πλημμυρίζει.

Γιατί το είπαμε πάλι, σαν ξένοι πρέπει να περιδιαβαίνουμε  το τόπο μας,  μη και από θαυμασμό, ντροπή και φόβο  τον σεβαστούμε  και δεν αφήσουμε τους βέβηλους  να τον ντροπιάζουν. Γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι πάντα διαφεντεύανε τούτο το τόπο, ντόπιοι και ξένοι το ίδιο τον ξεπουλάγανε, όσο κ’ όσο, και πλουτίζανε και ύστερα  αυτοί και τα παιδιά τους  μας ζητάγανε και "τα ρέστα"  βρίζοντας,  ότι αγροίκοι είμαστε και αγράμματοι που αφήσαμε το τόπο μας να ρημάξει.

Και φοβούμαι, το λέω και πάλι,  μήπως και βρεθούμε απολογούμενοι κάποτε, μπροστά στο γιο του εργολάβου που σπουδαγμένος με τα χρήματα της «αντιπαροχής», όλο θα  κατηγορεί πως « φταίει  το κακό το ριζικό μας», πως  φταίνε οι χωριάτες μας και οι η αργατιά μας που ρήμαξαν τα σπίτια και οι παραδόσεις μας, που ξεπουλήθηκαν τα ιστορικά μας και όλο θ’  αποδοκιμάζει,  που οι προτομές των ηρώων μας στοιβάχτηκαν στις αποθήκες  και άλλες πετάχτηκαν ή μπήκαν παράμερα μην ενοχλούνε.

Πιότερο όμως με φοβίζει, μήπως τα παιδιά μας  βρεθούν απολογούμενα  μπροστά  στον « οικολόγο»  το σπουδαγμένο με τα χρήματα  της λεηλασίας αυτού του τόπου, μήπως  τα παιδιά μας βρεθούν απολογούμενα μπροστά στον «αγνό ιδεολόγο της αριστεράς»  που εκπαιδεύτηκε,  στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής,  με κέρδη «εκ της κατεδαφίσεως  παλιών οικισμών ή εκ της αναπλάσεως»  ιστορικών κέντρων.

Και όλο αναρωτιέμαι, για το πόσο φταίω γω ο περιθωριακός, ο αμέτοχος, ο απολίτικος , ο ανένταχτος και τι ν’ απολογηθώ  για όσα δεν έκανα, ποία είναι τα λόγια  να μολογήσω ότι ανήμπορος ήμουνα μπρος στη λαίλαπα των κερδοσκόπων ; Έτσι  λοιπόν πρέπει,  σαν ξένοι και όχι φοβισμένα να περιδιαβαίνουμε τούτο το τόπο, και να τολμήσουμε να καταγγείλουμε κάποτε,  ότι  είναι κρίμα οι πηγές του Αρμυρού νερού να θάβονται πίσω από τους τοίχους κάποιας ιδιοκτησίας, είναι έγκλημα να γκρεμίζονται οι μανιάτικοι πύργοι και τα αρχοντικά, είναι ντροπή  ο Νέδοντας  να θάβεται κάτω από το μπετό και από χείμαρρος να μετατρέπεται σε ανοιχτό οχετό, είναι ντροπή να εγκαταλείπεται και ν’  αφανίζεται  το «λιθωμένο φίδι», είναι κατάρα να μην αποκαλύπτεται ο αρχαιολογικός χώρος που απλώνεται κάτω από το κάστρο,  γύρω και κάτω από τη Υπαπαντή κάτω στη  Φραγκόλιμνα μέχρι και το νεκροταφείο.

Και το ξέρεις πια καλά και καθημερινά βιώνεις, όσο γυρνάς τούτο το τόπο, ένα πράγμα που κυρίαρχα προβάλλει συνεχώς μπροστά σου. Ότι τίποτα δεν έγινε με σχεδιασμό και προοπτική για το μέλλον. ΄Ότι ποτέ δεν έγινε προσπάθεια, για μια σύμμετρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ότι αντίθετα, η συνείδηση της αναπόφευκτης συνεχούς λεηλασίας, μαζί με τη μπαγαμπόντικη τεχνική του " άρπα κόλα" και την άθλια ιδεολογία του " εδώ και τώρα",  είναι βαθιά χαρακωμένη στο "παρόν" αυτού του τόπου, μαζί με τη  βεβαιότητα ότι η χώρα μας προσφέρεται εύκολα  για ένα  ατέλειωτο "πλιάτσικο" και όλα αυτά εμφυτεύτηκαν στη συνείδηση του  "νεοέλληνα" ή του "γραικού",  όπως χλευαστικά θέλουν και ονοματίζουνε τον Έλληνα  οι άλλοι.

Και μπροστά σε αυτό το μεθοδευμένο αδιέξοδο, που θέλει  οι πάντες εύκολα,  και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη η δυσκολία,  να λεηλατούν τον ελλαδικό χώρο. Μπροστά σε αυτή την απέραντη απελπισία και πιθανή ντροπή,  να βλέπουμε τη χώρα μας να καταστρέφεται,  από τις ορέξεις του πρώτου κερδοσκόπου, να μετατρέπεται,  με προτροπή των κυβερνώντων,  στο μεγάλο "καρνάβαλο" της Ευρώπης, μια άλλη ιδεολογία αρχίζει να τρώει τα σωθικά μας.

Μια "ταπεινή"  ιδεολογία, "Διεθνιστών" και "Ευρωπαϊστών" και οπαδών της  "Νέας Τάξης", που  θέλουν την Ελλάδα,  όχι μόνο να μην αντιπροσωπεύει πια τίποτα, αλλά και να έχει γίνει ένα άχρηστο, και για πέταμα, απολειφάδι της Ευρώπης. Που πιέζουν  επιτακτικά   στη  μόνη καταφυγή και διέξοδο που αυτοί ορίζουν ότι είναι  η ανακάλυψη μιας νέας ταυτότητας, της  ταυτότητας του " Ευρωπαϊσμού",  που "μαγικά" όπως λένε θα εξαλείψει τη "ντροπή"  και  τη ντόπια μιζέρια μας. 

Που μέσα σε αυτή τη νέα ταυτότητα του "Ευρωπαϊστή", ο Ελληνισμός , η Ορθοδοξία, το Γένος, οι παραδόσεις μας, θα επιβιώσουν σαν "τουριστικά,  αξιοπερίεργα" και γραφικά,  φολκοριστικά,  στοιχεία κατάλληλα  να πλαισιώνουν τουριστικές  ατραξιόν και εκδηλώσεις, έτσι να γίνουμε, που να έρχονται οι  Ευρωπαίοι  "εταίροι " και "εταίρες"  να  βλέπουν και να χαχανίζουν με τα καμώματα μας και τη κατάντια μας.

Επιλέγω λοιπόν, έτσι κάπως σαν διαμαρτυρία και εντελώς συμβολικά, τα παρακάτω κείμενα, για το " Λιθωμένο Φίδι" που ήταν κάποτε ‘νας τόπος στο Νέδοντα  και εάν μάθετε που βρίσκεται σήμερα ή αν ξέρετε αν υπάρχει ακόμα και τι σώθηκε  από δαύτο, αν έχει σωθεί τίποτα, γράφτε μου να το μάθω και εγώ και βάλτε  μια φωνή μαζί με τους άλλους, έτσι  να φανεί  αναστεναγμός μεγάλος για όλα όσα  αφήσαμε να χαθούνε και αφήνουμε ακόμα να χάνονται...



[1] Το κείμενο είναι του Θεμ. Κ. Κουτσομητόπουλου, με ημερομηνία: εν Καλάμαις 23 Σεπτεμβρίου 1901. Ο Θεμ. Κουτσομητόπουλος, ( 1856 –1934), φαρμακοποιός,  γεννήθηκε και πέθανε στη Καλαμάτα. Επι πολλά χρόνια πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Καλαμάτας. Πληρεξούσιος Μεσσηνίας στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή ( 1911). – Πρέπει να σημειώσω, ότι αυτό το «θείον δια την πόλιν φυσικόν καλλώπισμα», που από τους αρχαίους χρόνους έρεε ακατάπαυστα ως χείμαρρος μέσα στη πόλη, το κατέστρεψε η μικρόνοια, ο κομπλεξισμός, το αδηφάγο καταστροφικό μένος για πλουτισμό τιποτένιων ανθρώπων μαζί με την απόλυτη αδιαφορία των καλαματιανών, που  μετέτρεψαν τον χείμαρρο στον ανοιχτό οχετό που υπάρχει σήμερα, αυτή τη ντροπή της πόλης, που φέρει μεν ακόμα το όνομα « Νέδων» αλλά χρησιμεύει πλέον ως φορεύς παντός ακαθάρτου ύδατος και σεσηπότος αντικειμένου που απορρίπτεται από τη λαχαναγορά και τους υπονόμους ομβρίων….

[2] Πολλοί τοποθετούν το παλάτι στην ίδια θέση που είναι σήμερα κτισμένη η εκκλησιά της Παναγίας της Υπαπαντής, στο προαύλιο της οποίας και στη γύρω περιοχή έχουν βρεθεί μεγάλοι αρχαίοι δόμοι, κτίσματα και μυκηναϊκοί τάφοι.

[3] Οδυσ. Φ 11 – 15,  βλ. Βιβλιοθ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση σχόλια Ζ. Σιδέρης, τ. β΄ σελ. 631.

[4] Ιλ Ε  543.

[5] Ιλ Ε 540-561

[6] Οδυσ. Γ 474 –497, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή, σελ. 50-51. Στην επιστροφή του ο Τηλέμαχος φιλοξενείται πάλι από το Διοκλή και ο στίχος επαναλαμβάνεται ίδιος: 

«Κι’ ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι

Φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος στου Διοκλή το σπίτι,

Που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και τ’ Αλφειού τ’ αγγόνι.

Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα» Οδυσ. Ο 185.

[7] Παυσανία Μεσσ. 31, 3

[8] το σημερινό « ελαιοχώριον»

[9] Στραβ. Η. 360. 4

[10] Στραβ. Ι. 487

 

[11] δηλαδή γύρω  στα 963 γαλλικά μέτρα,

[12] δηλαδή γύρω στα 1155 μέτρα,

[15] Παυσανίου Μεσσηνιακά  τ. Α βιβλ. Δ` σελ. 334 εκδ. Λειψ. 1854.

[18] Σε έγγραφο, Ζαχαρού Ιωάννου (;) γυνή του ποτέ Παναγιώτη Μπενάκη, Λιμπεριος Μπενάκις, Αθανάσιος Κυριακός : « …Περιβόλι εις Κοροκλονού ονομαζόμενον του Μαντζαβή. Περιβόλι εις την Κοροκλονού ονομαζόμενον του Γερακάρη με μουριαίς» βλ. Σ. Β. Κουγέα « ο Μητρ. Μονεμβασίας – Καλαμάτας Ιγνάτιος ο Τζαμπλάκος   « Πελοποννησιακά, τ. β` Αθήναι 1957 σελ. 149.

[19] , ως μαρτυρεί Προκόπιος ο Καισαρεύς (  Προκοπ.     Καισαρ. περί Γοτθικ.Πολεμ.Βιβλ. Γ` Κεφ.27 παραγρ.12 σελ.222-     223.εκδ. Βενετ.1729 ) [ βλ. " Λόγος Εκφωνηθείς εν τη Λέσχη     Καλαμών " Ο Δημακοπουλος " ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου ΥΠΟ    Καλαμών " Ο Δημακοπουλος " ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου ΥΠΟ     ΑΘ. ΠΕΤΡΙΔΟΥ εκ Δροβιανης της Ηπείρου Ελληνοδιδασκάλου " Εν     Καλάμαις τύπος Σάλπιγγος 1875 σελ.25 ]


ΤΟ ΛΙΘΩΜΕΝΟ ΦΕΙΔΙ.

« Πήραν την αυλακιά π’ ανοίγουν τα δελφίνια..

Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους-…

Ψηλό χοχλάδι σαν χαλάζι

Σκέπασε τη μνήμη τους

Τώρα, που οι άνεμοι θαλασσινοί,

Σγουραίνουν τα μαλλιά τους»,

Μελισάνθη.

στίχοι από το ποίημα «Κατευόδιο».

 

Θα το πούμε και πάλι,. Είναι κρίμα οι πηγές του Αρμυρού νερού να θάβονται πίσω από τους τοίχους κάποιας ιδιοκτησίας, είναι έγκλημα να γκρεμίζονται οι μανιάτικοι πύργοι και τα αρχοντικά, είναι ντροπή  ο Νέδοντας  να θάβεται κάτω από το μπετό και από χείμαρρος να μετατρέπεται σε ανοιχτό οχετό, είναι ντροπή να εγκαταλείπεται και ν’  αφανίζεται  το «λιθωμένο φίδι», είναι κατάρα να μην αποκαλύπτεται, αλλά σχεδιασμένα να θάπτεται, όταν δεν καταστρέφεται, ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας πόλης των «Φαρών» που απλώνεται κάτω από το κάστρο,  γύρω και κάτω από τη Υπαπαντή,  μέχρι κάτω στη  Φραγκόλιμνα και μέχρι πέρα στο νεκροταφείο. Γιατί όλα αυτά συμβαίνουν στη πόλη  μας και μια απέραντη θλίψη μας πλημμυρίζει.

Γιατί το είπαμε πάλι, σαν ξένοι να περιδιαβαίνουμε  το τόπο μας,  μη και από θαυμασμό, ντροπή ή και φόβο  τον σεβαστούμε,  και δεν αφήσουμε τους βέβηλους  να τον ντροπιάζουν.

Γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι πάντα διαφεντεύανε τούτο το τόπο, ντόπιοι και ξένοι, το ίδιο τον ξεπουλάγανε, όσο κ’ όσο, και πλουτίζανε, και ύστερα  αυτοί και τα παιδιά τους  μας «ζητάγανε και τα ρέστα»  βρίζοντας,  ότι αγροίκοι είμαστε. και αγράμματοι. που αφήσαμε το τόπο μας να ρημάξει.

Και φοβούμαι, το λέω και πάλι,  μήπως και βρεθούμε απολογούμενοι κάποτε, μπροστά στο τέκνο «του εργολάβου» που σπουδαγμένο με τα χρήματα της «αντιπαροχής», όλο θα  μας κατηγορεί. πως « φταίει  το κακό το ριζικό μας», πως  φταίνε οι χωριάτες μας, και οι η αργατιά μας, που ρήμαξαν τα σπίτια και οι παραδόσεις μας, που ξεπουλήθηκαν τα ιστορικά μας, και όλο θ’  αποδοκιμάζει,  που οι προτομές των ηρώων μας στοιβάχτηκαν στις αποθήκες  και άλλες πετάχτηκαν ή μπήκαν παράμερα μην ενοχλούν και προκαλούν εθνικιστικές αντιλήψεις.

Πιότερο όμως με φοβίζει, μήπως τα παιδιά μας  βρεθούν κάποτε, απολογούμενα  μπροστά  στον «οικολόγο»  το σπουδαγμένο με τα χρήματα  της λεηλασίας αυτού του τόπου, μήπως  τα παιδιά μας βρεθούν απολογούμενα μπροστά στον «αγνό ιδεολόγο»  που εκπαιδεύτηκε,  στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής να λέει ψέματα και να πλουτίζει με κέρδη «εκ της κατεδαφίσεως  παλιών οικισμών ή εκ της αναπλάσεως  ιστορικών κέντρων».

Και όλο αναρωτιέμαι, για το πόσο φταίω γω ο περιθωριακός, ο αμέτοχος, ο απολίτικος, ο ανένταχτος, και τι ν’ απολογηθώ πρέπει,  για όσα δεν έκανα, ή φια όσα άφησα με τη σιωπή μου οι άλλοι να κάνουν;  Ποία είναι τα λόγια  να μολογήσω,  ότι ανήμπορος ήμουνα μπρος στη λαίλαπα των κερδοσκόπων ;

Έτσι  λοιπόν πρέπει,  σαν ξένοι και όχι φοβισμένα να περιδιαβαίνουμε τούτο το τόπο, και να τολμήσουμε να καταγγείλουμε κάποτε,  ότι  είναι κρίμα οι πηγές του Αρμυρού νερού που αιώνες πριν είδε και έγραψε ο Παυσανίας, να θάβονται πίσω από τους τοίχους κάποιας ιδιοκτησίας, Είναι έγκλημα να γκρεμίζονται οι μανιάτικοι πύργοι και τα αρχοντικά και τα χαμόσπιτα της φτωχολογιάς δίπλα τους, που μόνο όλα μαζί δείχνουν το κοινωνικό ιστό της χθεσινής πόλης.  Είναι ντροπή  ο Νέδοντας  να θάβεται κάτω από το μπετό και από χείμαρρος να μετατρέπεται σε ανοιχτό οχετό. Είναι ντροπή να εγκαταλείπεται και ν’  αφανίζεται  το «λιθωμένο φίδι», Είναι κατάρα να μην αποκαλύπτεται ο αρχαιολογικός χώρος των αρχαίων Φαρών, που απλώνεται κάτω από το κάστρο,  γύρω και κάτω από την Υπαπαντή, στη  Φραγκόλιμνα, μέχρι και το νεκροταφείο.

Είναι κατάρα και ύβρις και βλασφημία απέραντη, να μη διδάσκουμε στα παιδιά μας, ότι ο Όμηρος, κάτι χιλιάδες χρόνια πριν, από τη πόλη των Φαρών ή Φηρή που την έλεγε τότε, και με θεϊκούς στίχους ύμνησε τη «ροδοδάχτυλη Ηώ», όπως, με τα άδολα χρώματά της, άγγιξε τη ψυχή του, και εμείς να μην έχουμε ούτε μια δωρική κολώνα να δείξουμε, που πάνω της στηριζόμενος ίσως εξάγνιζε το νου του.  

Και το ξέρεις πια καλά, και καθημερινά βιώνεις, όσο γυρνάς τούτο το τόπο, ένα πράγμα που κυρίαρχα προβάλλει συνεχώς μπροστά σου. Ό.τι τίποτα δεν έγινε με σχεδιασμό και προοπτική για το μέλλον.

΄Ό, τι ποτέ δεν έγινε προσπάθεια, για μια σύμμετρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ό,τι αντίθετα, η συνείδηση της αναπόφευκτης συνεχούς λεηλασίας, μαζί με τη μπαγαμπόντικη τεχνική του " άρπα κόλα" και την άθλια ιδεολογία του  " εδώ και τώρα",  είναι βαθιά χαρακωμένες στο "παρόν" αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, μαζί με τη  βεβαιότητα ότι η χώρα μας προσφέρεται εύκολα  για ένα  ατέλειωτο "πλιάτσικο", και όλα αυτά εμφυτεύτηκαν βαθειά στη συνείδηση του  "νεοέλληνα" ή του "γραικού",  όπως χλευαστικά θέλουν και ονοματίζουνε τον Έλληνα  οι άλλοι.

Και μπροστά σε αυτό το μεθοδευμένο αδιέξοδο, που θέλει  οι πάντες εύκολα,  και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη η δυσκολία,  να λεηλατούν τον ελλαδικό χώρο και μέσα σ' αυτόν και τη πόλη μας..

Μπροστά σε αυτή την απέραντη απελπισία και ντροπή,  να βλέπουμε τη χώρα μας να καταστρέφεται,  από τις ορέξεις του πρώτου κερδοσκόπου, και να μετατρέπεται,  με προτροπή της κάθε φορά, κατά τη σειρά, εκλεγμένης οικογένειας εξουσιαστών, στο μεγάλο "καρνάβαλο" της Ευρώπης, μια άλλη ιδεολογία αρχίζει να τρώει τα σωθικά μας.

Μια "ταπεινή"  ιδεολογία, "Διεθνιστών" και "Ευρωπαϊστών" και οπαδών της  "Νέας Τάξης", που  θέλουν την Ελλάδα,  όχι μόνο να μην αντιπροσωπεύει πια τίποτα, αλλά και να έχει γίνει ένα άχρηστο, και για πέταμα, «απολειφάδι» της Ευρώπης, που πιέζουν  επιτακτικά   στη  μόνη καταφυγή και διέξοδο, που αυτοί ορίζουν ότι είναι  η ανακάλυψη μιας νέας ταυτότητας.

Της  ταυτότητας του "Ευρωπαϊσμού",  που "μαγικά" όπως λένε θα εξαλείψει τη "ντροπή"  και  τη ντόπια μιζέρια μας.

Που μέσα σε αυτή τη νέα ταυτότητα, ο Ελληνισμός , η Ορθοδοξία, το Γένος, οι παραδόσεις μας, θα επιβιώσουν σαν τουριστικά,  αξιοπερίεργα και γραφικά,  φολκοριστικά,  στοιχεία κατάλληλα  να πλαισιώνουν τουριστικές  ατραξιόν και εκδηλώσεις, και έτσι να γίνουμε, ώστε σωρηδόν να έρχονται οι  Ευρωπαίοι  "εταίροι " και "εταίρες"  να  βλέπουν και να χαχανίζουν με τα καμώματα μας.

Επέλεξα λοιπόν, όσα κείμενα παραπάνω δημοσίευσα, έτσι κάπως σαν διαμαρτυρία και εντελώς συμβολικά, καθώς και τα παρακάτω κείμενα, για το           «Λιθωμένο Φείδι» που ήταν κάποτε ‘νας τόπος στο Νέδοντα,  και εάν μάθετε που βρίσκεται σήμερα ή αν ξέρετε αν υπάρχει ακόμα και τι σώθηκε  από δαύτο, αν έχει σωθεί τίποτα, γράφτε μου να το μάθω και εγώ !  και βάλτε  μια φωνή μαζί με τους άλλους, έτσι  να φανεί  αναστεναγμός μεγάλος για όλα όσα  αφήσαμε να χαθούνε και αφήνουμε ακόμα να χάνονται...

Το λιθωμένο φίδι.

Καταγραφή υπό  Νικολάου Πολίτη[1] .

 " Καθώς ανεβαίνομε το ρέμα του ποταμού της  Καλαμάτας και μπαίνομε μέσα 'ς τη λαγκαδιά, που από τη μια μεριά και την άλλη είναι γκρεμός θεόρατος, όταν προχωρήσομε κάμποσο έχομε από τη  δεξιά μεριά γράμματα παλαιικά σκαλισμένα 'ς το   βράχο και από τη ζερβιά φαίνεται ψηλά πολύ ένα φίδι  λιθωμένο. απ' αυτό και τη θέση την λεν Λιθωμένο φίδι. Και να ιδής πως ελίθωσε. Τον παλαιό καιρό    ερχόντανε από την Κουτσαβά[2] δυό νιόνυφοι πολύ  αγαπημένοι και βγήκε μπροστά  τους το φίδι ναν τους  φάη. Ο γαμπρός μπήκε μπροστά για να το σκοτώση, ή αν   δεν μπορέση ναν το σκοτώση να φάη αυτόν το φίδι   κι' όχι την γυναίκα του. Εκείνη όμως σαν είδε και   κατάλαβε το κίνημα του, όρμισε και τον προσπέρασε   και στάθηκε μπροστά του για να την φάη αυτή το   φίδι. Εκεί όμως που εχύθηκε το φίδι να τη ρουφήξη, ο   Θεός που είδε την πολλή αγάπη τους το λίθωσε το   φίδι και τους εγλύτωσε. Και στέκει ως τα τώρα εκεί   επάνω ς' το γκρεμό λιθωμένο" . 

 

Το λιθωμένο φείδι

υπό  Π. Α. Κομνηνού[3].

" Περί την ημισείαν ώραν από Καλαμάτας εις τους βραχώδεις όχθους του Νέδοντος υπάρχει  ι ε ρ ό ν τ ο υ Π α ν ό ς ,  προς ο φέρει άνοδος εις προβολήν του αριστερού όχθου, μεταποιηθείσα εις βωμόν, διηρημένον δια ραβδώσεων καθέτων εις τρία μέρη, εφ' ών είναι κεχαραγμέναι λέξεις τινές γλωσσηματικαί προς δήλωσιν του Ιεροδόχου, επί μεν του μέσου " Κορθιάτα Παν" επί δε του προς βορράν " Εκότι ( = ηχηκότι) ψάρι" άτε ωδικώ και ηχητικώ πτηνώ ( ψαρόνι) , άλλως τε και ούσης  της Ηχούς εταίρας του Πανός...επί δε του  τρίτου  "ΤΙΤΥΑ" ως όντος του Τιτύρου προπόλου του.  Πλησίον είναι κεχαραγμένον , "Κροθιάτα" και άλλα τινά εφθαρμένα από παλαιότητος διότι το σχήμα των γραμμάτων είναι προσόμοιον  τω των εν χρήσει παρά Αιολεύσι και Δωριεύσιν από της 40ης μέχρι της 80ης Ολ. ( μέχρι της οποίας και το Η και το Ω εξεφράζοντο δια του Ε και Ο). Η προσηγορία αυτή του Πανός και Τιτύρου συγγενεύει γραμματικώς τη του Καρνείου Απόλλωνος, αποδοθείσα από των παρακειμένων ορεινών τόπων, καθ' ους και ετιμάτο υπό των ορεινόμων" 

                                         Το λιθωμένο Φείδι

υπό Αθανασίου Π. Πετρίδη[4]

" Από τας Καλάμας ημίσειαν ώραν και επέκεινα προς Β. απέχει η θεσις η καλουμένη σήμερον " Λιθωμένο φείδι ", κείται δε  εντός φάραγγος βαθυτάτης, ένθεν και ένθεν της οποίας υπάρχουσι βράχοι ηλίβατοι σχηματίζοντες χαράδραν, δι' ης  κατέρχεται ο Νέδων προς Καλάμας.

  Εκ της κορυφής των βράχων τούτων των αριστερά τω ανερχομένω δια της κοίτης του ποταμού κειμένων, φαίνεται όφις οιονεί  κρεμάμενος, απολελιθωμένος, και εκ τούτου προήλθεν η ονομασία της θέσεως. Δεν υπάρχει όμως πράγματι απολελιθωμένος όφις τοιούτος, οία    υπάρχουσιν εις πραγματικάς απολιθώσεις διάφορα ζώα της  γης, αλλά παρέχει τοιούτου τινός σχήματος φαινόμενον,    παρεμφερούς όφει κρεμαμένω. Ο δε λαός παρεκινήθη εκ τούτου να  δώση την ονομασίαν ταύτην.

Δεξιά λοιπόν της θέσεως ταύτης ολίγα βήματα ανωτέρω εις το βάθος των βράχων, εστί μικρόν τι σπήλαιον, και πέριξ αυτού διάφοροι επιγραφαί ελληνικαί επί των βράχων εγγεγλυμμέναι κατά διαφόρους εποχάς, διαγιγνωσκομένας εκ της Παλαιογραφίας, άλλ'  είναι και τινές, αίπερ δια πολύ χρονικόν διάστημα, διάφορα

φυσικά αίτια συνέτειναν εις την σχεδόν απάλειψιν πολλών  γραμμάτων, μόλις διακρίνονται, άλλαι δε τινες εξηλείφθησαν παντάπασιν, ώστε ίχνη τινά τούτων φαίνονται... το περί ου ο λόγος ενταύθα άντρον ην κατά πάσαν πιθανότητα  αφιερωμένον τη θεά Ηχοί, εταίρα του εν τοις όρεσι και ταίς  φάραγξιν ως επί τω πλείστον διαμένοντος Θεού Πανός...Αφιερώθη  δε το άντρον τη θεά ταύτη δια την αντήχησιν, την εν τοις  στενωποίς εκείνοις αρκετά ζωηράν αποτελουμένην εκ της των   ανθρώπων φωνής..."

"Tοπογραφικά και επιγραφικά

των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ"

υπό Ανδρέου Ν. Σκιά[5]

" ...επιγραφαί εκ της βραχώδους χαράδρας του Νέδοντος είνε μόνον τέσσαρες, αλλά υπό τίνων επιχωρίων φιλαρχαίων παρετηρήθησαν εκτός εκείνων και έτεραι τρεις, ώστε αι εις εμέ γνωσταί γενόμεναι είνε το όλον επτά...Η θέσις, ένθα κείνται.. απέχει έως 100 μέτρα βορειότερον, ήτοι μάλλον προς τα πηγάς του ποταμού, από της θέσεως της καλουμένης Λιθωμένο φείδι, κειμένης επί της δεξιάς όχθης του ποταμού, κατά το προς βορράν πέρας των μεγάλων λατομείων, εξ' ων εξήχθησαν οι λίθοι του προ ολίγων ετών κατασκευασθέντος τεχνητού λιμένος των Καλαμών. Το όνομα δε λιθωμένο φείδι αποδίδεται εις μικρόν κάθετον ρήγμα της βραχώδους όχθης πεπληρωμένον υπό ασβεστολιθικού ιζήματος αποτεθειμένου υπό των κατασταλαζόντων υδάτων, διαφέροντος δε κατά το χρώμα από του εν ω περιέχεται βράχου και διακρινομένου ως μικρά οφιοειδής αύλαξ..."

 

Το λιθωμένο Φείδι

υπό  Δημητρίου Χρ. Δουκάκη[6]

" Α`. Εν τη τοποθεσία Λ ι θ ω μ έ ν ο  Φ ε ί δ ι , απεχούσης    της Καλαμάτας περί ημίσειαν ώραν επί των βραχωδών οχθών του    Νέδοντος ( ρύακος εν τη ανατολική Μεσσηνία, όστις εκβάλλει εις    τον Μεσσηνιακόν κόλπον) έκειτο το ιερόν του Πανός, όπου    υπάρχουσι κεχαραγμέναι λέξεις τινές γλωσσηματικαί,    συσχετιζόμεναι προς το περί ο λόγος ιερόν. Αυταί δ' είναι αι    εξής.

   Επί μέν του μέσου " Κροθιάτα  Πάν "    Επί δε του προς βορράν  " Εκότι ( ή ηκότι) Ψαρί "    συσχετιζόμεναι πρός το περί ο  λόγος ιερόν. Επί δε του τρίτου " ΠΤΥΑ " ως όντος του Πτύου προπόλου του  Πανός. Κ ο ρ θ ι ά τ η ς εκλήθη κατά την ημετέραν δοξασίαν εκ της λέξεως κύρη ( κορυφή ) κορθύω κτλ ήτις εις τους Λάκωνας ητο  κορφά. Η δε προσηγορία αυτή του Πανός και Πτύου συγγενεύει  γραμματικώς προς την του Καρνείου Απόλλωνος από των   παρακειμένων ορεινών τόπων, όπου ετιμάτο ούτος υπό ποιμένων."

 

Το λιθωμένο φείδι

κείμενο με την υπογραφή " Εσθήρ"[7]

«...`Ολαι αι Καλάμαι εκτυλίσσονται ηπλωμέναι εις την εύρωστον γήν η οποία καλλωπίζει αυτάς με πλουσιωτάτας φυτείας ικανάς να εδύσουν δεκάκις την ξηράν έκτασιν των Αθηνών....Είναι μια   ισχυρά ελαιογραφία η θέα των, ενώ αι λευκαί οικοδομαί των βυθίζονται όλαι εις το πράσινον με μόνην γυμνότηταν τον  λόφον του παλαιοτάτου φρουρίου. Η θάλασσα είναι μακράν τόσον, ώστε να εγείρη την επιθυμίαν της προσεγγίσεως. Την βλέπω   ακίνητον να καλύπτη την Μεσόγειον αυστηρότητα και φαίνεται εις τον κόλπον των ως αιώνιον γαλάκτωμα, το οποίον σπαταλά   εκεί η φύσις...Βορειότερον προβάλλει αγρία και βαθυτάτη η ρωγμή των βουνών το λεγόμενον " Λιθωμένο φείδι". Είναι δε    αυτό γεωλογικόν φαινόμενον περίεργον, το οποίον παριστά εις   τους οφθαλμούς λωρίδα βουνού ως όφιν απολιθωμένον. Μέσω αυτού κυλίεται ημερώτατα η άμμος και γελούν προς τον ήλιον οι  λευκοί χάλικες. Εκείθεν κατέρχεται το αγαπημένο ποτάμι των Καλαμίων ο ιστορικώτατος Νέδων. Το ρεύμα του διαγράφει κάτω    εκεί τα σημεία της πόλεως με τας αβροτέρας γραμμάς του και    ανέρχομαι υψηλότερα όσω το δυνατόν υψηλότερα... θέλω να αισθανθώ και να κλείσω εις τους οφθαλμούς το ύψος της μαλακής  αυτής χαμηλότητος...»

Το ιερόν του Πανός

υπό Αντωνίου Μασουρίδου[8]

« Εις απόστασιν ημισείας ώρας και παρά την όχθην του ποταμού Νέδοντος , ένθα η θέσις " λιθωμένο φείδι", υπάρχει εις το βάθος των βράχων μικρόν σπήλαιον και πέριξ αυτού επιγραφαί γεγλυμμέναι επί των βράχων  άγαν εφθαρμέναι. Το άντρον τούτο , ως συνάγεται εκ των επιγραφών , ήτο αφιερωμένον εις τον θεόν Πάνα και την εταίραν αυτού Ηχώ δια την ζωηράν του αντίχησιν. Αι διασωζόμεναι εν αυτή επιγραφαί έχουσι ώδε:

A`( εντός κυκλοειδούς σχήματος)

ΕΚΟ[Α]

ΨΑΡΙΟΑΝ.

Ήτοι ηχώ ψαριόαν:  Θέσιν πλήρη ψαρών(= ωδικών πτηνών).

Β`

ΚΟΡΘΙΑΤΑ ΠΑΝ

Ο Πάν καλείται Κορθιάτας, ως ενδιαιτόμενος εις τα κόρυθας , ήτοι κορυφάς των ορέων.

Γ`

ΤΙΤΥΑ

Η λέξις Τιτύα ή είναι συγγενείς της λέξεως Τιτυός, όστις , κατά τον Όμηρον  (Οδυσ. Λ στιχ. 576), ήτο υιός της Γης και έκειτο εις το δάπεδον εις μήκος εννέα πλέθρων. Δύο δε  γύπες  έτρωγον το ήπαρ αυτού, χωρίς ούτος να αποκρούη αυτούς δια των χειρών. Το άνευ αμύνης μέγα τούτο μήκος υποδηλοί αλληγορικώς το μέγα των  ποταμών μήκος, οι οποίοι , υιοί της γης όντες , αναγκάζονται εν καιρώ πλημμυρών να δέχωνται και να μη αντικρούωσι τα ορμητικά ύδατα και ούτω λαμβάνωσι χώραν ποικίλαι καταστροφαί. Τοιούτος της γής υιός παρά το σπήλαιον της Ηχούς και του Πανός εκτεινόμενος εις μήκος 24 περίπου χιλιομέτρων είναι ο Νέδων ποταμός, προς τιμήν του οποίου πιθανώς διεχαράχθη η περί ης ο λόγος επιγραφή , καθ' όσον οι παλαιοί εσέβοντο τους ποταμούς ως θεούς ( Ομηρ. Ιλ. Ε στιχ. 77) ή συσχετίζεται προς την λέξιν Τίτυρος, Τίτυρα, σίσυρα και αναφέρεται προς τον θεόν Πάνα, όστις ενεδύετο τράγου δέρμα ( σισύρα και λακωνιστί τιτύρα).

Δ`

ΚΡΟΘΙΑΤΑΝ

ΨΟΧΟΟΙ

Εν τη επιγραφή ταύτη εγένετο μετάθεσις αμοιβαία των γραμμάτων ο και ρ είτε εξ έθους είτε εκ λάθους του χαράκτου. Οι ψοχόοι έκαμνον τας σπονδάς επί των θυμάτων, τον καταμελισμόν αυτών κλπ, όπως οι θυοσκόοι έκαιον τα θύεα, ήτοι λίβανον και διάφορα αρώματα. Αι λοιπαί εν τω ειρημένω σπηλαίω επιγραφαί ένεκα της εξαφανίσεως πολλών γραμμάτων ουδέν νόημα παρέχουσι....».

Τι ν’ απαντήσεις όμως σήμερα αν σε ρωτήσουνε που είναι ο Νέδοντας και θελήσουνε να τον δείξεις; 

Όταν σε ρωτάνε  για κείνο το κτίριο που είδε ο Παυσανίας στις Φαρές, κι’ αν είναι το ίδιο  αυτό που είδε ν’ ανασκάπτεται κάτω και γύρω από την Υπαπαντή ο μπάρμπα Γιάννης «ο σοφός»,  ή αν βρέθηκαν ποτέ ο ναός της Νεδουσίας Αθηνάς  και κείνος του Καρνείου Απόλλωνα, ή έστω αν ίχνη βρέθηκαν απο το Ναό της Ρύχης, που είδε σε όραμα ο Αγιος Νίκων ο " Μετανοείτε" να καταβυθίζεται μέσα στη " Φραγκόλυμνα" ; 

Τι να πεις, όταν κ’ εσύ δεν ξέρεις  αν όλα αυτά σχεδιασμένα και σκόπιμα, ή όχι από αδιαφορία και μίσος, στο παρελθόν μας, ίσως,  μένουν ακόμα θαμμένα μέσα στα χώματά μας , να μη βλέπουμε και αγγίζουμε τον " αληθόμυθο" της ιστορίας μας, ενώ άλλα, πήραν οι μπουλντόζες λες και " σαβούρα" ήτανε και μπάζα για "πέταμα", και αλλού σβηστήκανε τα ίχνη τους, και δεν ξέρω,   αλλά πολλοί θα θυμούνται ότι κάτω από την πλατεία της Υπαπαντής βρεθήκανε πράγματι όσα φώναζε ο μπάρμπα Γιάννης «ο σοφός» και χρόνια γράφουνε γι' αυτά  κάτι  "αλαφροϊσκιωτοι" στοχαστές στη πόλη μας:

Γιατί ποιος ξέρει να μας πει,  που είναι το αρχαίο τείχος που έδειχνε στον αρχαιολόγο Ανδρέα Σκιά  το 1901, ο δικηγόρος Καριζόπουλος και το οποίο λένε πως είχε εντοπίσει σε μικρό χτήμα του «παρά το νεκροταφείον της πόλεως»;;

Ποιος θυμάται ή ξέρει να πει,  αν κάτω από τη     "Φραγκόλυμνα"  παραμένει ακόμα " βυθισμένος" ο "ναός της Τύχης",  που περιγράφει στο 'οραμά του ο Αγιος Νίκων ο " ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΑΙ" και που ακριβώς στη  «Φυτειά», στη θέση                     « Κοροκλωνού» βρίσκεται ο άλλος ναός του Καρνείου Απόλλωνα;; Ποιος ενδιαφέρθηκε να κάνει κάτι;  

Τα γράφουνε βέβαια οι αρχαιολόγοι και άλλοι εραστές της "Καλομάτας" 

 Όμως, όσο και να ψάξεις  τη πόλη και τα σημάδια της, τίποτα δεν θα βρεις, γιατί τίποτα δεν υπάρχει, τα σημάδια χαθήκανε τα πήρε ο αέρας και οι βάρβαροι, κι’ οι ντόπιοι τίποτα πια δεν θυμούνται,  γιατί όπως άδει η Μελισάνθη[9]    « αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες»  της μνήμης τους ή όπως αναστενάζοντας φώναζε αντιπαλεύοντας "το κακό" ο ΄της Κυπαρισσίας και δικός μας ποιητής Διονύσης Πιταρράς:

Τη πόλη μου ρήμαξαν.

Ανάξιοι άρχοντες

Και όσοι δεν γνώριζαν

Τη μακρά πορεία της 

μέσα στο χρόνο»…

 



[1] Νικολάου Πολίτη " Παραδόσεις του Μοριά " Πελ/κη   Πρ/νια 1959 σελ. 113 )

 

[2]

[3] Αρχαιολογικαί διατριβαί υπό Π.Α. Κομνηνού  καθηγητού του εν Τριπόλει Γυμνασίου. Εν Τριπόλει .Τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον «Η Αρκαδία» Ιω. Α. Ασημακοπούλου και Ιω. Σαλαπάτα . 1874 σελ. 18)

[4] ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Π. ΠΕΤΡΙΔΟΥ εκ της Δροβιάνης της Ηπείρου Ελληνοδιδασκάλου, Εν Καλάμαις 1875).

[5] βλ.  «Tοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των πέριξ» υπό Ανδρέου Ν. Σκιά (1901)

[6] Δημητρίου Χρ. Δουκάκη " Μεσσηνιακά  και ιδία περί Φαρών  και Καλαμάτας " Εν Αθήναις 1906,σελ.34-35.

[7]  Εδημοσιεύθη εις την " Μεσηνιακή Επετηρίδα 1908, με την υπογραφή « Εσθήρ»

 

[8]  βλ. Αντωνίου Μασουρίδου « Αλαγωνιακά» Εν Αθήναις 1936, σελ. 21-22.

 

[9] « Πήραν την αυλακιά π’ ανοίγουν τα δελφίνια..

Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους-…

Ψηλό χοχλάδι σαν χαλάζι

Σκέπασε τη μνήμη τους

Τώρα, που οι άνεμοι θαλασσινοί,

Σγουραίνουν τα μαλλιά τους»,

στίχοι από το ποίημα «Κατευόδιο», της Μελισάνθης.