Ο ΕΜΝΟΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ( στη πόλη που χάθηκε) του Δημητρίου Ν Ζέρβα.


"Κριτική Παρέμβαση" - Περιοδικό Σύγγραμα Κοινής Ωφελείας, 
αριθμ. 6,
Φλεβάρης 1995, Εκδότης ο Δημήτριος Ν Ζέρβας, που έγραφε όλα τα κείμενα, έκανε την επιμέλεια και συνέλεγε και παρουσίαζε το αρχειακό υλικό.  το τεύχος κυκλοφόρησε ένθετο στο  Φλας της Μεσσηνίας" που έβγαζε τότε ο Θανάσης Τσαμούλης. Στο εξώφυλλο, φωτογραφία έτους 1905 περίπου, με τη φάμπρικα του μεταξουργείου των Στασινοπουλαίων,   στη Καλαμάτα, οδός Φαρών, υπολείμματα του οποίου υπάρχουν ακόμα μέχρι και σήμερα, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του κατεδαφίστηκε και πωλήθηκε οικόπεδα και χτίστηκαν πάνω του πολυκατοικία και οικοδομές .



ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
 ( στη πόλη που χάθηκε).

Η μνήμη μοιάζει με τις φτιασιδωμένες γυναίκες. Ξεφτίζει εύκολα. Και δω έγκειται η τραγικότητα της ιστορίας. Καταγράφει ότι ξεμένει στο νου από τα κάθε λογής μπογιαντίσματα και όχι την ουσία. Γιατί, τι να πεις για τα κορίτσια που δουλεύανε στις φάμπρικες, τους μαστόρους που χτίζανε το    « Πανελλήνιον »,  τις κυράδες που δουλεύανε το μετάξι, τους λιμενεργάτες, τα προσφυγόπουλα, τους  μπακαλόγατους, τους τσαγκαράδες, τους αναρχικούς και σοσιαλιστάδες, τις γυναίκες του λιμανιού, τους κανταδόρους της Παραλίας… Ανθρωπάκια ήτανε, που η μνήμη δεν τα συγκράτησε και η ιστορία δεν καταδέχτηκε να καταγράψει...Και ας ήταν αυτοί που χτίσανε τη πόλη, δουλέψανε τις μηχανές, αναπηνίζανε το μετάξι και σακατεμένοι μείνανε, οι περισσότεροι, μέσα σε αποθήκες που τότε  λέγανε εργοστάσια, φυματικοί,  χλεμπονιάρηδες, παραπεταμένοι και άλλοι σαπίσανε σε φυλακές και ξερονήσια… Κάτι φάμπρικες μείνανε μόνο, και παλιά σπίτια αρχοντικά, και κείνα σε φωτογραφίες της εποχής, να λένε ακόμα ψέματα...Ψέματα για τη πόλη μας, που κυράτσα κάποτε, φανταχτερή, μπογιατισμένη με βαφές από πρινοκόκκι και χρυσόξυλο, τουρλωνότανε στα παζάρια της Τύνιδας και της Τεργέστης, γυρεύοντας λούσα κ’  αγαπητικούς,  ξελογιάζοντας με τα νυχτικά της τ’ αραχνοϋφή και τα μεταξωτά της μαντήλια, τα σύκα,  τις ελιές, το λάδι και τις μαύρες σταφίδες της, γεμίζοντας τα πουγκιά των νοικοκυραίων της, φέρνοντας πλούτη, μυρουδικά, και ολοσκάλιστα έπιπλα  να κάθονται οι αρχοντάδες της να ραχατεύουν κοιτώντας τη Παραλία.
Ξεχάστηκε όμως μετά, σα γέρασε, και ξέμεινε άσχημη, γριά, ξεδοντιασμένη από τους εργολάβους και των σεισμών το σμπαράλιασμα. Γι’ αυτό, λίγο να πισωγυρίσουμε στο χρόνο, σκαλίζοντας ότι το ανθρώπινο χέρι και ο στοχασμός άφησαν, κόντρα στο θάνατο και τη λησμονιά ( βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά). Λίγο αν αφουγκραστούμε, τους ασπρομάλληδες αφηγητάδες (όσους απόμειναν), αν δούμε όπως ταιριάζει τα παλιά σπίτια (όσα γλίτωσαν από την οργή της μικροαστικής κακογουστιάς  και δολοφόνας αδιαφορίας), παντού θα νιώσουμε  το μεγαλείο της χθεσινής πόλης, που κόμπαζε και εγωιστικά προκαλούσε τις άλλες ελλαδικές πόλεις - Σύρα, Αίγιο, Πάτρα - να μετρηθούν στο εμπόριο, τη ζωή, τη ποίηση, το στοχασμό, στις φάμπρικες, την ομορφάδα.
Μένει ακόμα η πόλη, μέχρι τα σήμερα,  παντού, όπου γλίτωσε το άγγιγμα του φονιά κερδοσκόπου και του μικροαστού διαστρεβλωτή, όπου δεν πλησίασε η φασιστική χέρα να κλέψει και καταστρέψει,  σε τέτοια μέρη,  μένει η πόλη των Καλαμών, ακόμα ορθή, με τη παλιά γνώμη της αρχόντισσας και της πολυξακουσμένης, να καμαρώνει  να τη χαϊδολογάνε οι νιούτσικοι καλαμαράδες, γράφοντας για τα  περασμένα της κάλλη και να τη γλυκοκοιτάνε οι φοιτητάδες, μετρώντας τα παλιά της αρχοντικά, με την ευγενικά και απλόχωρη ύπαρξη, και τα χαμόσπιτα όλο ασβέστη, βασιλικούς και γλάστρες. 
 Στέκεται και σήμερα η Καλομμάτα  να  περιμένει  και ονειρεύεται σιμά στο μουράγιο, έξω από την «Ντουάνα»,   αγναντεύοντας  τη γαλάζια απλάδα της θάλασσας, την ερημιά του κόλπου ατενίζοντας, μέχρι κει πέρα στ’ Αρμυρό και τις Κιτριές, κάτω από το «Καλάθι, όπου αχνοφαίνονται τα όνειρά της, γιατί εκεί μόνο μπορεί ακόμα  η πόλη να στοχαστεί και να χαμογελάσει. Εκεί στο λιμάνι, μέσα στη θάλασσα που ήταν η ζωή και η δύναμή της,  εκεί τώρα είναι η παρακμή και η λησμονιά της. Παρόμοια όπως, για ολάκερη την Ελλάδα,,  η θάλασσα στάθηκε η δύναμη και η δυστυχία της…
Καλομμάτα
Φλεβάρης 1995

Σημειψση:Δημοσιεύτηκε στη " Κριτική Παρέμβαση", που αρχικά έβγαλα σαν εφημεριδούλα, που όμως μετά απο μερικά φύλλα, όπως ήταν φυσικό διέκοψα την έκδοσή της, λόγω οικονομικών προβλημάτων, για να τη κυκλοφορήσω πάλι στη συνέχεια,  ένθετη, στο περιοδικό  " Φλας της Μεσσηνίας",  και μετά μερικά ακόμα τεύχη διέκοψα οριστικά την εκδοσή της. Η φωτογραφία της "Παπαντής", περιέχεται στη δεύτερη σελίδα, μέσα στο κείμενο της "ερωτικής επιστολής", και είναι από παλιά επιστολική κάρτα του έτους 1905 περίπου,  με το αξιοπερίεργο ότι ο ναός είναι στη φωτογραφία "με ένα καμπαναριό" !




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου